ἱλαστήριος: Difference between revisions

1ab
(5)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱλαστήριος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[καταπραϋντικός]], [[κατευναστικός]], [[εξιλεωτικός]].<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., ἱλαστήριον (ενν. [[ἐπίθεμα]]), <i>τό</i>, το [[κάλυμμα]] της κιβωτού στα [[άγια]] των αγίων, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[ἀνάθημα]]), [[εξιλέωση]], [[κατευνασμός]], στο ίδ.
|lsmtext='''ἱλαστήριος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[καταπραϋντικός]], [[κατευναστικός]], [[εξιλεωτικός]].<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., ἱλαστήριον (ενν. [[ἐπίθεμα]]), <i>τό</i>, το [[κάλυμμα]] της κιβωτού στα [[άγια]] των αγίων, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[ἀνάθημα]]), [[εξιλέωση]], [[κατευνασμός]], στο ίδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἱλαστήριος]], η, ον<br /><b class="num">I.</b> [[propitiatory]],<br /><b class="num">II.</b> (sub. ἐπίθεμἀ as Subst., ἱλαστήριον, the [[mercy]]-[[seat]], [[covering]] of the ark in the Holy of Holies, NTest.<br /><b class="num">2.</b> (sub. ἀνάθημἀ, a [[propitiation]], NTest.
}}
}}