Anonymous

ἱλαστήριος: Difference between revisions

From LSJ
5
(17)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ἱλαστήριος]], -ον θηλ. και -ία) [[ιλάσκομαι]]<br /><b>1.</b> [[εξιλαστήριος]], [[εξιλαστικός]], [[εξευμενιστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ιλαστήριο(ν) (ενν. [[ανάθημα]])<br />[[κάτι]] που προσφέρεται [[προς]] [[εξιλέωση]], [[μέσο]] εξιλασμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱλαστήριον</i><br />το [[κάλυμμα]] της κιβωτού στα [[άγια]] τών αγίων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱλαστήριον [[ἐπίθεμα]]» — το ιλαστήριον<br /><b>3.</b> [[μοναστήρι]].
|mltxt=-α, -ο (ΑΜ [[ἱλαστήριος]], -ον θηλ. και -ία) [[ιλάσκομαι]]<br /><b>1.</b> [[εξιλαστήριος]], [[εξιλαστικός]], [[εξευμενιστικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> ιλαστήριο(ν) (ενν. [[ανάθημα]])<br />[[κάτι]] που προσφέρεται [[προς]] [[εξιλέωση]], [[μέσο]] εξιλασμού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἱλαστήριον</i><br />το [[κάλυμμα]] της κιβωτού στα [[άγια]] τών αγίων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱλαστήριον [[ἐπίθεμα]]» — το ιλαστήριον<br /><b>3.</b> [[μοναστήρι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱλαστήριος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[καταπραϋντικός]], [[κατευναστικός]], [[εξιλεωτικός]].<br /><b class="num">II. 1.</b> ως ουσ., ἱλαστήριον (ενν. [[ἐπίθεμα]]), <i>τό</i>, το [[κάλυμμα]] της κιβωτού στα [[άγια]] των αγίων, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> (ενν. [[ἀνάθημα]]), [[εξιλέωση]], [[κατευνασμός]], στο ίδ.
}}
}}