κάσας: Difference between revisions

1ab
(5)
(1ab)
 
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάσας:''' -ου ή [[κασᾶς]], -οῦ, ὁ, χαλί ή [[δέρμα]] για [[κάθισμα]], [[σέλα]], σε Ξεν. (πιθ. περσική [[λέξη]]).
|lsmtext='''κάσας:''' -ου ή [[κασᾶς]], -οῦ, ὁ, χαλί ή [[δέρμα]] για [[κάθισμα]], [[σέλα]], σε Ξεν. (πιθ. περσική [[λέξη]]).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κάσας]], ου,<br />a [[carpet]] or [[skin]] to sit [[upon]], a [[saddle]], Xen. [Prob. a Persian [[word]].]
}}
}}