Anonymous

κάσας: Difference between revisions

From LSJ
195 bytes added ,  30 December 2018
5
(19)
(5)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[κάσας]] και [[χασάς]], ο (Α κασᾱς και [[κασῆς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται [[κάτω]] από το [[σαμάρι]] ή τη [[σέλα]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br />[[δέρμα]] που χρησιμεύει ως [[σάγμα]] ή [[υπόσαγμα]] υποζυγίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. [[μάλλον]] προελεύσεως, που πιθ. συνδέεται με εβρ. <i>k</i><i>ә</i><i>s</i><i>ū</i><i>t</i> και ακκαδ. <i>kas</i><i>ū</i>].
|mltxt=και [[κάσας]] και [[χασάς]], ο (Α κασᾱς και [[κασῆς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />υποσαγμα, μάλλινο χοντρό ύφασμα που τοποθετείται [[κάτω]] από το [[σαμάρι]] ή τη [[σέλα]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br />[[δέρμα]] που χρησιμεύει ως [[σάγμα]] ή [[υπόσαγμα]] υποζυγίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Δάνεια λ., ανατολ. [[μάλλον]] προελεύσεως, που πιθ. συνδέεται με εβρ. <i>k</i><i>ә</i><i>s</i><i>ū</i><i>t</i> και ακκαδ. <i>kas</i><i>ū</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάσας:''' -ου ή [[κασᾶς]], -οῦ, ὁ, χαλί ή [[δέρμα]] για [[κάθισμα]], [[σέλα]], σε Ξεν. (πιθ. περσική [[λέξη]]).
}}
}}