προσπλέκω: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσπλέκω:''' <i>-ξω</i>, [[συνδέω]] μαζί — Παθ., προσκολλώμαι σε, εμπλέκομαι με, <i>τινί</i>, σε Στράβ.
|lsmtext='''προσπλέκω:''' <i>-ξω</i>, [[συνδέω]] μαζί — Παθ., προσκολλώμαι σε, εμπλέκομαι με, <i>τινί</i>, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<[[form]] [[type]]="infl"><orth [[extent]]="[[full]]" lang="greek">ξω</orth></[[form]]><br />to [[connect]] with:—Pass. to cling to, be implicated with, τινι Strab.
}}
}}