προσπλέκω: Difference between revisions

6
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[πλέκω]], [[συμπλέκω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προσπλέκομαι</i><br />α) (για φίδια) [[ζευγαρώνω]]<br />β) προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[κάτι]] με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῑς λεγομένοις», <b>Στράβ.</b>)<br />β) (με εχθρική σημ.) συμπλέκομαι με κάποιον<br />γ) [[επιμένω]] σε μια [[συζήτηση]] ή σε ένα [[επιχείρημα]].
|mltxt=ΜΑ<br />[[πλέκω]], [[συμπλέκω]] [[κάτι]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>παθ.</b> <i>προσπλέκομαι</i><br />α) (για φίδια) [[ζευγαρώνω]]<br />β) προσκολλώμαι σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναμιγνύω]] [[κάτι]] με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> α) εμπλέκομαι σε [[κάτι]] («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῑς λεγομένοις», <b>Στράβ.</b>)<br />β) (με εχθρική σημ.) συμπλέκομαι με κάποιον<br />γ) [[επιμένω]] σε μια [[συζήτηση]] ή σε ένα [[επιχείρημα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσπλέκω:''' <i>-ξω</i>, [[συνδέω]] μαζί — Παθ., προσκολλώμαι σε, εμπλέκομαι με, <i>τινί</i>, σε Στράβ.
}}
}}