σχένδυλα: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σχένδῡλα:''' ἡ ([[σχεῖν]]), [[εργαλείο]] ξυλουργού ή σιδηρουργού, [[λαβίδα]] ή [[τανάλια]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σχένδῡλα:''' ἡ ([[σχεῖν]]), [[εργαλείο]] ξυλουργού ή σιδηρουργού, [[λαβίδα]] ή [[τανάλια]], σε Ανθ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σχένδῡλα, ἡ, [[σχεῖν]]<br />a [[pair]] of [[pincers]] or [[tongs]], Anth.
}}
}}