3,274,216
edits
(40) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σχενδύλη]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη [[συγκράτηση]] μικρών αντικειμένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[είδος]] λαβίδας, τανάλιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ύλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορδ</i>-<i>ύλη</i>). Το δασύ ουρανικό [[σύμφωνο]] του τ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. έχει παραχθεί από το θ. του ρ. [[χανδάνω]] «[[χωρώ]], [[περιλαμβάνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>χενδσ</i>-, <b>πρβλ.</b> μέλλ. [[χείσομαι]], ενώ το αρκτικό <i>σ</i>- της λ. οφείλεται σε [[επίδραση]] του θ. <i>σχ</i>- του <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i>)]. | |mltxt=και [[σχενδύλη]], η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είδος]] μικρού συνδήκτορα, μικρής μέγγενης για τη [[συγκράτηση]] μικρών αντικειμένων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>πιθ.</b> [[είδος]] λαβίδας, τανάλιας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. με [[επίθημα]] -<i>ύλη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>κορδ</i>-<i>ύλη</i>). Το δασύ ουρανικό [[σύμφωνο]] του τ., [[ωστόσο]], οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι η λ. έχει παραχθεί από το θ. του ρ. [[χανδάνω]] «[[χωρώ]], [[περιλαμβάνω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>χενδσ</i>-, <b>πρβλ.</b> μέλλ. [[χείσομαι]], ενώ το αρκτικό <i>σ</i>- της λ. οφείλεται σε [[επίδραση]] του θ. <i>σχ</i>- του <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σχένδῡλα:''' ἡ ([[σχεῖν]]), [[εργαλείο]] ξυλουργού ή σιδηρουργού, [[λαβίδα]] ή [[τανάλια]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |