τιθύμαλος: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῐθύμᾱλος:''' [ῠ], ὁ, είδος φυτού, «[[γαλατσίδα]]», [[euphorbia]]· ετερόκλ. πληθ. <i>τιθύμαλα</i>, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''τῐθύμᾱλος:''' [ῠ], ὁ, είδος φυτού, «[[γαλατσίδα]]», [[euphorbia]]· ετερόκλ. πληθ. <i>τιθύμαλα</i>, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῐθύ˘μᾱλος, ὁ,<br />spurge, [[euphorbia]]; heterocl. pl. τιθύμαλα, Anth. [deriv. uncertain]
}}
}}