τιθύμαλος

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐθῠ́μᾱλος Medium diacritics: τιθύμαλος Low diacritics: τιθύμαλος Capitals: ΤΙΘΥΜΑΛΟΣ
Transliteration A: tithýmalos Transliteration B: tithymalos Transliteration C: tithymalos Beta Code: tiqu/malos

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, τιθύμαλλος: spurge, petty spurge, radium weed, cancer weed, milkweed, Euphorbia peplus, Cratin.325 (lyr.), Ar. Ec.405, Thphr. HP 9.8.2, PHolm.5.24, 25.1: heterocl. pl. τιθύμαλλα AP9.217 (Muc. Scaev.).—Seven kinds are enumerated by Dsc.4.164; τιθύμαλλος ἄρρην = χαρακίας, l.c., cf. Thphr. HP 9.11.8; τιθύμαλλος θῆλυς = μυρσινίτης or μυρτίτης, ib.9.11.9, Dsc.l.c.; used for poisoning water in warfare, Afric.Cest.p.15 V.

German (Pape)

[Seite 1113] ὁ, auch τιθύμαλλος geschrieben, die Wolfsmilch, euphorbia, von der schon die Alten mehrere Arten kennen: ἄῤῥην, auch χαρακίας, κομήτης, ἀμυγδαλοειδής, κωβιός, euphorbia maracias, Linn.; – θῆλυς, auch καρυΐτης, μυρτίτης, μυρσινίτης; – παράλιος, auch τιθυμαλίς genannt, ὴλιοσκόπιος u. ä.; der Saft und die Beeren wurden als Arznei gebraucht, Ar. Eccl. 405. Bei Dichtern kommt auch der heterogene plur. τιθύμαλα vor, bino. Scaev. ep. (IX, 217).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
pl. hétér. τιθύμαλα;
euphorbe, plante.
Étymologie: DELG étym. obscure -- Babiniotis pê apparenté à l'idée de τιθή, « nourrice --> lait », car il s'agit d'une plante à suc laiteux.

Greek (Liddell-Scott)

τῐθύμᾱλος: [ῠ], ἧττον δόκιμον τιθύμαλλος, ὁ, εἶδος φυτοῦ, «γαλατσίδα», euphorbia, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 135, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 405· ἑτερόκλ. πληθ. τιθύμαλα, Ἀνθ. Π. 9. 217. - Πολλὰ εἴδη ἀπαριθμοῦνται ὑπὸ τοῦ Διοσκ. 4. 165. Οἱ ἰατροὶ μετεχειρίζοντο τὸν χυμὸν αὐτοῦ ὡς καὶ τὸν καρπὸν ὡς καθαρτικὸν ἢ ἐμετικὸν φάρμακον.

Greek Monotonic

τῐθύμᾱλος: [ῠ], ὁ, είδος φυτού, «γαλατσίδα», euphorbia· ετερόκλ. πληθ. τιθύμαλα, σε Ανθ. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

τῐθῠ́μᾱλος, ὁ,
spurge, euphorbia; heterocl. pl. τιθύμαλα, Anth. [deriv. uncertain]