λάινος: Difference between revisions

1ba
(22)
 
(1ba)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λάϊνος]], -ΐνη, -ον και [[λαΐνεος]], -έα, -ον (Α) [[λάας]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από λίθο ή από [[μάρμαρο]] («[[πάντη]] γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει πέτρινη [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]] («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», <b>Θεόκρ.</b>).
|mltxt=[[λάϊνος]], -ΐνη, -ον και [[λαΐνεος]], -έα, -ον (Α) [[λάας]]<br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από λίθο ή από [[μάρμαρο]] («[[πάντη]] γὰρ περὶ τεῑχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει πέτρινη [[καρδιά]], [[σκληρόκαρδος]] («λάϊνε παῑ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», <b>Θεόκρ.</b>).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λά¯ϊνος, η, ον [[λᾶας]]<br /><b class="num">1.</b> of [[stone]] or [[marble]], Hom., etc.; λάϊνον [[ἕσσο]] χιτῶνα thou hadst put on a [[coat]] of [[stone]], i. e. thou hadst been stoned to [[death]], Il.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[stony]]-hearted, Theocr.
}}
}}