λάινος

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

λάϊνος, -ΐνη, -ον και λαΐνεος, -έα, -ον (Α) λάας
1. κατασκευασμένος από λίθο ή από μάρμαροπάντη γὰρ περὶ τεῖχος ὀρώρει θεσπιδαὲς πῡρ λάϊνον», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. αυτός που έχει πέτρινη καρδιά, σκληρόκαρδος («λάϊνε παῖ, καὶ ἔρωτος ἀνάξιε», Θεόκρ.).

Middle Liddell

λά¯ϊνος, η, ον λᾶας
1. of stone or marble, Hom., etc.; λάϊνον ἕσσο χιτῶνα thou hadst put on a coat of stone, i. e. thou hadst been stoned to death, Il.
2. metaph. stony-hearted, Theocr.

English (Woodhouse)

(see also: λάϊνος) made of stone

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)