οὐλόκερως: Difference between revisions

1ba
(5)
(1ba)
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὐλόκερως:''' -ων ([[οὖλος]] Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ.
|lsmtext='''οὐλόκερως:''' -ων ([[οὖλος]] Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οὐλό-κερως, ων, [οὖλος2]<br />with [[twisted]] horns, Strab.
}}
}}