οὐλόκερως

From LSJ

πρᾶγμα ἐλπίδος κρεῖσσον γεγενημένον → the thing worse than one expected

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλόκερως Medium diacritics: οὐλόκερως Low diacritics: ουλόκερως Capitals: ΟΥΛΟΚΕΡΩΣ
Transliteration A: oulókerōs Transliteration B: oulokerōs Transliteration C: oulokeros Beta Code: ou)lo/kerws

English (LSJ)

ων, gen. ω, (οὖλος²) with crumpled horns, Str. 2.2.3.

German (Pape)

[Seite 412] mit krausen, gewundenen Hörnern, Strab.

French (Bailly abrégé)

ως, ων ; gén. ω;
dont les cornes sont recourbées ou tronquées.
Étymologie: οὖλος², κέρας.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλόκερως: -ων, γεν. -ω (οὖλος Β) ὁ ἔχων στρεπτὰ ἢ καμπύλα κέρατα, Στράβ. 96.

Greek Monotonic

οὐλόκερως: -ων (οὖλος Β), αυτός που έχει στριφτά ή κυρτά κέρατα, σε Στράβ.

Middle Liddell

οὐλό-κερως, ων, [οὖλος2]
with twisted horns, Strab.