3,274,216
edits
(3) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βοσκητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βόσκω]], [[κάποιος]] πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''βοσκητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βόσκω]], [[κάποιος]] πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βοσκητέον]], adj. verb. van [[βόσκω]], men moet voederen. | |||
}} | }} |