Anonymous

βοσκητέον: Difference between revisions

From LSJ
nl
(3)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοσκητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βόσκω]], [[κάποιος]] πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βοσκητέον:''' ρημ. επίθ. του [[βόσκω]], [[κάποιος]] πρέπει να θρέψει, να βοσκήσει, σε Αριστοφ.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοσκητέον]], adj. verb. van [[βόσκω]], men moet voederen.
}}
}}