ἔφοδος: Difference between revisions

m
Text replacement - "———————— " to "<br />"
(1ab)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἐφοδος, -ον (Α)<br />(εσφ. αν. του εύέφοδος<br />[[ευπρόσιτος]], ευκολοπλησίαστος (α. «[[σταύρωμα]] ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», <b>Θουκ.</b><br />β. «συνιδὼν ἔφοδον [[ὄντα]] τὸν λόφον», Πολύαιν.).———————— <b>(II)</b><br />[[ἔφοδος]], o (A)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέρχεται και επιβλέπει τους φρουρούς, [[περίπολος]] («τῶν δ' ἐφόδων [[ἕκαστος]]... πρὸς τὸν χιλίαρχον ἀναφέρει τὸ [[σύνθημα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> [[επόπτης]], [[επιθεωρητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]].———————— <b>(III)</b><br />η (ΑΜ [[ἔφοδος]])<br />[[εφόρμηση]], [[επίθεση]], [[επιδρομή]] («το [[φρούριο]] κυριεύθηκε εξ εφόδου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />νυκτερινή [[επιθεώρηση]] της φρουράς από αξιωματικό, η [[εφοδεία]] («[[έφοδος]] αξιωματικού του φρουραρχείου»)<br /><b>μσν.</b><br />[[ερχομός]], [[είσοδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσέγγιση]], [[πλησίασμα]] σε κάποιο [[μέρος]]<br /><b>2.</b> [[είσοδος]] σε [[ιερό]] [[τόπο]]<br /><b>3.</b> (για [[λογικό]] [[επιχείρημα]]) [[μέθοδος]] συλλογισμού<br /><b>4.</b> [[μέσο]] εισόδου ή προσεγγίσεως<br /><b>5.</b> [[δικαίωμα]] εισόδου<br /><b>6.</b> [[συγκοινωνία]], [[σχέση]] («ἔφοδοι παρ' ἀλλήλους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εισαγωγή]] εμπορευμάτων από [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>8.</b> [[επιχείρηση]], [[σχέδιο]], [[μέθοδος]] («[[ἔφοδος]] τῆς ἐξηγήσεως», <b>Πολ.</b>)<br /><b>9.</b> [[μέθοδος]] διαδικασίας, [[τρόπος]] διεξαγωγής<br /><b>10.</b> <b>(ρητ.)</b> έντεχνο [[προοίμιο]]<br /><b>11.</b> [[αγωγή]] σε [[δίκη]]<br /><b>12.</b> [[ανταρσία]], [[στάση]]<br /><b>13.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[προσβολή]] πυρετού<br />β) [[συρροή]] αίματος αναφορικά με τη [[θερμότητα]] και το [[ψύχος]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἔφοδοι</i><br />οι φυσικές δίοδοι, οι οπές, και ειδ. οι ρώθωνες<br /><b>14.</b> [[αρχιτεκτονική]] [[σειρά]] τοιχοποιίας<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔφοδον θύειν» — να κάνει [[θυσία]] [[κατά]] την [[άφιξη]]<br />β) «ἔφοδοι θαλάσσης» — προχωρήσεις αμπώτιδος<br />γ) «[[ἔφοδος]] [[ἐναργής]]» — καθαρή [[παρατήρηση]]<br />δ) «ἔφοδον ποιεῑσθαι» — το να προσβάλλει, να επιτίθεται [[κάποιος]]<br />ε) «πρώτῃ ἐφόδῳ» ή «αὐτῇ ἐφόδῳ» — με την πρώτη [[επίθεση]], [[προσβολή]]<br />στ) «νυκτιπόλοι ἔφοδοι» — λέγεται για τις δυνάμεις του σκότους που υπόκεινται στην [[Περσεφόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ἐφοδος, -ον (Α)<br />(εσφ. αν. του εύέφοδος<br />[[ευπρόσιτος]], ευκολοπλησίαστος (α. «[[σταύρωμα]] ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», <b>Θουκ.</b><br />β. «συνιδὼν ἔφοδον [[ὄντα]] τὸν λόφον», Πολύαιν.).<br /><b>(II)</b><br />[[ἔφοδος]], o (A)<br /><b>1.</b> αυτός που περιέρχεται και επιβλέπει τους φρουρούς, [[περίπολος]] («τῶν δ' ἐφόδων [[ἕκαστος]]... πρὸς τὸν χιλίαρχον ἀναφέρει τὸ [[σύνθημα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>πάπ.</b> [[επόπτης]], [[επιθεωρητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]].<br /><b>(III)</b><br />η (ΑΜ [[ἔφοδος]])<br />[[εφόρμηση]], [[επίθεση]], [[επιδρομή]] («το [[φρούριο]] κυριεύθηκε εξ εφόδου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />νυκτερινή [[επιθεώρηση]] της φρουράς από αξιωματικό, η [[εφοδεία]] («[[έφοδος]] αξιωματικού του φρουραρχείου»)<br /><b>μσν.</b><br />[[ερχομός]], [[είσοδος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσέγγιση]], [[πλησίασμα]] σε κάποιο [[μέρος]]<br /><b>2.</b> [[είσοδος]] σε [[ιερό]] [[τόπο]]<br /><b>3.</b> (για [[λογικό]] [[επιχείρημα]]) [[μέθοδος]] συλλογισμού<br /><b>4.</b> [[μέσο]] εισόδου ή προσεγγίσεως<br /><b>5.</b> [[δικαίωμα]] εισόδου<br /><b>6.</b> [[συγκοινωνία]], [[σχέση]] («ἔφοδοι παρ' ἀλλήλους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>7.</b> [[εισαγωγή]] εμπορευμάτων από [[ξένη]] [[χώρα]]<br /><b>8.</b> [[επιχείρηση]], [[σχέδιο]], [[μέθοδος]] («[[ἔφοδος]] τῆς ἐξηγήσεως», <b>Πολ.</b>)<br /><b>9.</b> [[μέθοδος]] διαδικασίας, [[τρόπος]] διεξαγωγής<br /><b>10.</b> <b>(ρητ.)</b> έντεχνο [[προοίμιο]]<br /><b>11.</b> [[αγωγή]] σε [[δίκη]]<br /><b>12.</b> [[ανταρσία]], [[στάση]]<br /><b>13.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[προσβολή]] πυρετού<br />β) [[συρροή]] αίματος αναφορικά με τη [[θερμότητα]] και το [[ψύχος]]<br />γ) <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἔφοδοι</i><br />οι φυσικές δίοδοι, οι οπές, και ειδ. οι ρώθωνες<br /><b>14.</b> [[αρχιτεκτονική]] [[σειρά]] τοιχοποιίας<br /><b>15.</b> <b>φρ.</b> α) «ἔφοδον θύειν» — να κάνει [[θυσία]] [[κατά]] την [[άφιξη]]<br />β) «ἔφοδοι θαλάσσης» — προχωρήσεις αμπώτιδος<br />γ) «[[ἔφοδος]] [[ἐναργής]]» — καθαρή [[παρατήρηση]]<br />δ) «ἔφοδον ποιεῑσθαι» — το να προσβάλλει, να επιτίθεται [[κάποιος]]<br />ε) «πρώτῃ ἐφόδῳ» ή «αὐτῇ ἐφόδῳ» — με την πρώτη [[επίθεση]], [[προσβολή]]<br />στ) «νυκτιπόλοι ἔφοδοι» — λέγεται για τις δυνάμεις του σκότους που υπόκεινται στην [[Περσεφόνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ὁδός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm