3,274,729
edits
(45) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο / φοῑνιξ, -[[οινικός]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[φοίνιξ]] Ν<br /><b>βοτ.</b><br /><b>1.</b> (στον τ. [[φοίνιξ]]) [[είδος]] φυτού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αποτελεί [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[φοινικίδες]] της τάξης αρεκώδη και περιλαμβάνει [[μεταξύ]] άλλων ένα [[είδος]] [[μεγάλης]] οικονομικής σημασίας, την [[χουρμαδιά]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[καρπός]] της χουρμαδιάς, ο [[χουρμάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ομάδας [[φυτών]] που αποτελούν την [[οικογένεια]] [[φοινικίδες]], την μοναδική [[οικογένεια]] της τάξης αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] αρεκώδη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[νάνος]] [[φοίνικας]]»<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του νανώδους φοίνικα Chamaerops humilis, του γένους [[χαμαίρωψ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλαδί]] με φύλλα από το [[παραπάνω]] [[δέντρο]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κλαδί]] που χρησίμευε για την [[κατασκευή]] στεφάνων για τους νικητές («ὁ νικήσας τὰ ἆθλα ἀνείλετο... τὴν ῥάβδον τοῦ φοίνικος, ἤ τὸν φοίνικα ἔλαβεν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> ο [[νάνος]] [[φοίνικας]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] φυτού της Αιθιοπίας<br /><b>5.</b> θαλάσσιο [[φυτό]]<br /><b>6.</b> [[ζιζάνιο]] τών σιτηρών, η [[αίρα]]<br /><b>7.</b> [[είδος]] κοσμήματος<br /><b>8.</b> [[άρωμα]] που παρασκευαζόταν από τα φύλλα του [[παραπάνω]] δέντρου<br /><b>9.</b> [[αλοιφή]] για τα μάτια<br /><b>10.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. δένδρου το οποίο ευδοκιμεί στις θερμές ανατολικές περιοχές, από όπου εισήχθη και στην [[Ελλάδα]], [[γεγονός]] που δικαιολογεί την [[προέλευση]] του ονόματος του από το όν. [[Φοῖνιξ]]. Από τη λ. [[φοῖνιξ]] έχουν σχηματιστεί τα τοπωνύμια <i>Φοινικοῦς</i>, <i>Φοινικοῦσσα</i>, <i>Φοινικώδης</i>. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή, στους τ. <i>ponike</i> της δοτ. εν. και <i>ponikipi</i> της οργανικής πληθ., οι οποίοι αναφέρονται σε διακοσμητικά σχέδια καθισμάτων σε [[σχήμα]] φύλλου φοίνικα. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phoenix</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο / φοῑνιξ, -[[οινικός]], ΝΜΑ, και [[λόγιος]] τ. [[φοίνιξ]] Ν<br /><b>βοτ.</b><br /><b>1.</b> (στον τ. [[φοίνιξ]]) [[είδος]] φυτού που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αποτελεί [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] της οικογένειας [[φοινικίδες]] της τάξης αρεκώδη και περιλαμβάνει [[μεταξύ]] άλλων ένα [[είδος]] [[μεγάλης]] οικονομικής σημασίας, την [[χουρμαδιά]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο [[καρπός]] της χουρμαδιάς, ο [[χουρμάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] ομάδας [[φυτών]] που αποτελούν την [[οικογένεια]] [[φοινικίδες]], την μοναδική [[οικογένεια]] της τάξης αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] αρεκώδη<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[νάνος]] [[φοίνικας]]»<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του νανώδους φοίνικα Chamaerops humilis, του γένους [[χαμαίρωψ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κλαδί]] με φύλλα από το [[παραπάνω]] [[δέντρο]]<br /><b>2.</b> μικρό [[κλαδί]] που χρησίμευε για την [[κατασκευή]] στεφάνων για τους νικητές («ὁ νικήσας τὰ ἆθλα ἀνείλετο... τὴν ῥάβδον τοῦ φοίνικος, ἤ τὸν φοίνικα ἔλαβεν», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>3.</b> ο [[νάνος]] [[φοίνικας]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] φυτού της Αιθιοπίας<br /><b>5.</b> θαλάσσιο [[φυτό]]<br /><b>6.</b> [[ζιζάνιο]] τών σιτηρών, η [[αίρα]]<br /><b>7.</b> [[είδος]] κοσμήματος<br /><b>8.</b> [[άρωμα]] που παρασκευαζόταν από τα φύλλα του [[παραπάνω]] δέντρου<br /><b>9.</b> [[αλοιφή]] για τα μάτια<br /><b>10.</b> [[είδος]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονομ. δένδρου το οποίο ευδοκιμεί στις θερμές ανατολικές περιοχές, από όπου εισήχθη και στην [[Ελλάδα]], [[γεγονός]] που δικαιολογεί την [[προέλευση]] του ονόματος του από το όν. [[Φοῖνιξ]]. Από τη λ. [[φοῖνιξ]] έχουν σχηματιστεί τα τοπωνύμια <i>Φοινικοῦς</i>, <i>Φοινικοῦσσα</i>, <i>Φοινικώδης</i>. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή, στους τ. <i>ponike</i> της δοτ. εν. και <i>ponikipi</i> της οργανικής πληθ., οι οποίοι αναφέρονται σε διακοσμητικά σχέδια καθισμάτων σε [[σχήμα]] φύλλου φοίνικα. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>phoenix</i>].<br /><b>(II)</b><br />ο / φοῑνιξ, -οίνικος, ΝΜΑ<br /><b>μυθ.</b> [[ιερό]] [[πτηνό]] τών Αιγυπτίων, που έμοιαζε με τον αετό και για το οποίο πίστευαν ότι, όταν διαισθανόταν πως έρχεται το [[τέλος]] του, κατασκεύαζε [[φωλιά]] από αρωματικά φύλλα και καιγόταν [[μέσα]] σε αυτήν, για να αναγεννηθεί [[μέσα]] από την [[ίδια]] την [[τέφρα]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] του πρώτου, αργυρού, νομίσματος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, που κόπηκε στην Αίγινα το 1828 από την [[κυβέρνηση]] Καποδίστρια και ονομάστηκε [[έτσι]] [[επειδή]] έφερε την [[παράσταση]] του [[παραπάνω]] πτηνού<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φοῖνιξ]] ἐν ὁπλῇ» — [[ασθένεια]] της οπλής τών ζώων <b>(Ιππιατρ.)</b><br /><b>αρχ.</b><br /><b>μυθ.</b> [[πτηνό]] της Ινδίας που εμφανιζόταν [[κάθε]] 500 ή [[κάθε]] 1.461 [[χρόνια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. ονομ. μυθικού πτηνού το οποίο λατρευόταν στην Αίγυπτο, ονομ. που είχε πιθ. προέλθει από την [[περιοχή]] της Αραβίας ή της Ινδίας. Κατά μία [[άποψη]], η λ. [[φοῖνιξ]] [[είναι]] δάνεια από την Αιγυπτιακή και συνδέεται με τον αιγυπτιακό τ. <i>bnu</i> «[[είδος]] πτηνού», ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], πρόκειται για λ. σημιτικής, το πιθανότερο φοινικικής, προέλευσης]. | ||
}} | }} |