λευκόχρυσος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [["
(23)
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λευκόχρυσος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[λευκόχρυσος]]<br /><b>χημ.</b> ευγενές καί πολύτιμο [[μέταλλο]] αργυρόλευκου χρώματος, πολύ [[βαρύ]] και συνεκτικό, σχετικά μαλακό, ελατό και όλκιμο, κν. [[πλατίνα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει λευκές φλέβες σε χρυσό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λευκόχρυσος]]<br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]] με απαλό χρυσό [[χρώμα]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[λευκόχρυσος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[λευκόχρυσος]]<br /><b>χημ.</b> ευγενές καί πολύτιμο [[μέταλλο]] αργυρόλευκου χρώματος, πολύ [[βαρύ]] και συνεκτικό, σχετικά μαλακό, ελατό και όλκιμο, κν. [[πλατίνα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει λευκές φλέβες σε χρυσό [[χρώμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λευκόχρυσος]]<br />[[πολύτιμος]] [[λίθος]] με απαλό χρυσό [[χρώμα]].
}}
}}