λευκόχρυσος

English (LSJ)

ἡ, a gem of pale gold colour, Plin.HN37.128, 171: as adjective, Lyd.Mag.3.70.

German (Pape)

[Seite 35] weiß u. goldfarbig gemischt, λίθοι, Plin. H. N. 37, 9.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχρῡσος: -ον, ἐπὶ λίθου ἔχων λευκὰς ἐν τῷ χρυσῷ χρώματι φλέβας, Πλιν. Ν. Η. 37. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λευκόχρυσος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο λευκόχρυσος
χημ. ευγενές καί πολύτιμο μέταλλο αργυρόλευκου χρώματος, πολύ βαρύ και συνεκτικό, σχετικά μαλακό, ελατό και όλκιμο, κν. πλατίνα
νεοελλ.-μσν.
αυτός που έχει λευκές φλέβες σε χρυσό χρώμα
αρχ.
το θηλ. ως ουσ.λευκόχρυσος
πολύτιμος λίθος με απαλό χρυσό χρώμα.