3,273,762
edits
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μέσα]] και μεσά, τὸ (Μ)<br />το [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>mensa</i> «[[τραπέζι]]»].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>(γεωμορφ.)</b> όρος που περιγράφει [[κάθε]] χερσαία [[τράπεζα]] με επίπεδη άνω [[επιφάνεια]] και μία ή περισσότερες απότομες πλευρές.<br /> <b>(III)</b><br />και μες και μέσ' (Μ [[μέσα]] και μέσ') <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στάση]] ή [[κίνηση]]) στο εσωτερικό ή [[προς]] το εσωτερικό (α. «[[βάλε]] τα βιβλία [[μέσα]] στο [[συρτάρι]]» β. «βγήκε μέσ' από το [[δωμάτιο]]» γ. «μες την υπόγεια την [[ταβέρνα]]...», Βάρναλ.)<br /><b>2.</b> (με άρθρ. ως ουσ.) <i>ο</i>, <i>η</i> και <i>το</i>, | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[μέσα]] και μεσά, τὸ (Μ)<br />το [[τραπέζι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>mensa</i> «[[τραπέζι]]»].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>(γεωμορφ.)</b> όρος που περιγράφει [[κάθε]] χερσαία [[τράπεζα]] με επίπεδη άνω [[επιφάνεια]] και μία ή περισσότερες απότομες πλευρές.<br /> <b>(III)</b><br />και μες και μέσ' (Μ [[μέσα]] και μέσ') <b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (για [[στάση]] ή [[κίνηση]]) στο εσωτερικό ή [[προς]] το εσωτερικό (α. «[[βάλε]] τα βιβλία [[μέσα]] στο [[συρτάρι]]» β. «βγήκε μέσ' από το [[δωμάτιο]]» γ. «μες την υπόγεια την [[ταβέρνα]]...», Βάρναλ.)<br /><b>2.</b> (με άρθρ. ως ουσ.) <i>ο</i>, <i>η</i> και <i>το</i>, τα [[μέσα]]<br />ο [[εσώτερος]] ή ο [[εσωτερικός]] (α. «τα [[μέσα]] του σακακιού μου χρειάζονται [[άλλαγμα]]» β. «ο [[μέσα]] μας [[κόσμος]]» — τα μύχια, ο [[ψυχικός]] μας [[κόσμος]]<br />γ. «τα [[μέσα]] μου» — τα [[σπλάγχνα]] μου, τα [[εντόσθια]] μου, τα [[σωθικά]] μου)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «λέω [ή [[μιλώ]]] [[μέσα]] μου [ή από [[μέσα]] μου]» — [[σκέπτομαι]], [[συλλογίζομαι]] [[χωρίς]] να [[μιλώ]] ή [[μιλώ]] [[σιγά]], ψιθυριστά<br />β) «[[κόβω]] ή [[κάνω]] [[μέσα]]'ς δύο» — [[διχοτομώ]], [[κόβω]] σε δύο κομμάτια ή στη [[μέση]]<br />γ) «το [[κρατώ]] [ή το [[φυλάω]]] [ή το έχω] [[μέσα]] μου» — [[κρατώ]] [[κάτι]] στον νου μου, [[κρατώ]] [[κάτι]] κρυφό, [[μυστικό]]<br /><b>4.</b> [[κατά]] τη [[διάρκεια]] («μάς ήρθε για [[επίσκεψη]] μέσ' στο [[μεσημέρι]]»)<br /><b>5.</b> λέγεται για [[δήλωση]] προθεσμίας [[πριν]] από την πάροδο ορισμένου χρονικού διαστήματος («θα πλουτίσω [[μέσα]] σε δύο [[χρόνια]]»)<br /><b>6.</b> στο [[μέσο]] μιας [[χρονικής]] περιόδου («γυρίζει [[χωρίς]] [[παλτό]] μέσ' στην [[καρδιά]] του χειμώνα»)<br /><b>7.</b> [[ανάμεσα]], [[μεταξύ]] («μπήκε [[μέσα]] στο [[ζευγάρι]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «έχει τον διάολο [[μέσα]] του» — [[είναι]] [[δαιμονισμένος]], [[δηλαδή]] [[παμπόνηρος]] ή πολύ [[ικανός]]<br />β) «το 'χει [[μέσα]] του» — του [[είναι]] έμφυτο ή [[φυσικό]]<br />γ) «τον βάλαν [[μέσα]]» — τον φυλάκισαν ή τον έκαναν να χάσει χρήματα σε [[επιχείρηση]] ή σε [[δάνειο]] επισφαλές<br />δ) «[[μπαίνω]] [[μέσα]]» — ζημιώνομαι σε κάποια [[επιχείρηση]] ή [[χάνω]] σε [[χαρτοπαίγνιο]]<br />ε) «[[είμαι]] στα [[μέσα]] και στα έξω»<br />i) έχω [[μεγάλη]] ισχύ και [[επιρροή]]<br />ii) μέ περιβάλλουν με απόλυτη [[εμπιστοσύνη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[μέσα]] στὸ πρόσωπό μου» — [[κατάμουτρα]], [[μπροστά]] στα μάτια μου<br />β) «ἔχω λόγο [[μέσα]] μου» — έχω τον νου μου, [[προσέχω]], [[φροντίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέσος]]. Από το επίρρ. [[μέσα]], με [[αποβολή]] του -<i>α</i> όταν ακολουθούσε λ. που άρχιζε από <i>α</i>- ([[μέσα]] από</i>), <i>μέσ</i>' <i>από</i>, προήλθε ο συγκεκομμένος τ. <i>μες</i>(= <i>μέσ</i>)]. | ||
}} | }} |