ὑπάρχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [["
(1b)
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπάρχω]] ΝΜΑ [[ἄρχω]]<br /><b>1.</b> έχω ύπαρξη, έχω [[υπόσταση]], ζω, [[υφίσταμαι]] (α. «υπάρχει [[δικαιοσύνη]]» β. «[[σκέπτομαι]], άρα [[υπάρχω]]» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ<br />δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) [[είμαι]], [[διατελώ]] (α. «υπήρξε [[πρότυπο]] ανδρείας και τιμιότητας για όλους μας» β. «[[φιλάσθενος]] [[ὑπάρχω]]», Πρόδρ.<br />γ. «ἰατρὸς ὑπάρχων τὴν τέχνην», πάπ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>τα [[υπάρχοντα]]<br />όλα όσα έχει [[κανείς]], η [[περιουσία]] του (α. «έχασε όλα τα υπάρχοντά του» β. «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῑς», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[αρχή]], [[αρχίζω]] (α. «ὑπάρξαντα ἀδίκων ἔργων», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «βαδίσεως ὑπάρχονται... τὰ... βρέφη», Αιλ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αρχίζω]] να [[αναφαίνομαι]] («[[ὅθεν]] εὐμάρει' ὑπάρχοι πόρου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[απόγονος]] κάποιου, [[κατάγομαι]] από κάποιον<br /><b>4.</b> [[αποτελώ]] [[βάση]], [[θεμέλιο]], λαμβάνομαι ως δεδομένο («θέντες ὡς ὑπάρχον [[εἶναι]] ὅ βούλονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ανήκω]] σε κάποιον («τῇ μὲν ἐκείνου ὑπάρχειν τέχνῃ διδούς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[είμαι]] αφοσιωμένος σε κάποιον («Παρύσατις μὲν δὴ ἠ [[μήτηρ]] ὑπῆρχε τῷ Κύρῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (με μτχ. με επιρρμ. σημ., όπως το [[τυγχάνω]]) [[κατά]] [[τύχη]], τυχαία («οὐ γὰρ ἐχθρὸς γ' ὑπῆρχεν ὤν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> [[είμαι]] ύπαρχος («τῷ... Ἀντωνίνῳ... ὑπάρξας», Δίων Κάσσ)<br /><b>9.</b> <b>πιθ.</b> [[διοικώ]], [[κυβερνώ]]<br /><b>10.</b> (στο γ' εν. ως απρόσ.) <i>ὑπάρχει</i><br />α) [[είναι]] βέβαιο ή πιθανόν<br />β) [[είναι]] δυνατόν, επιτρέπεται («ὑπάρχει... ὑμῑν... ἐπικρατεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> (το απρμφ. ενεστ.) <i>ὑπάρχειν</i><br />(στον <b>Αριστοτ.</b>) [[είμαι]] [[γνώρισμα]] ή [[ιδιότητα]] κάποιου («ὑπάρχειν τινὶ ζῴῳ δίποδι [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> (το ουδ. εν. της μτχ. ενεστ.) <i>ὑπάρχον</i><br />[[αφού]] υπήρχε η [[ευκαιρία]] ή [[αφού]] ήταν δυνατόν («ὑπάρχον ὑμῑν πολεμεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) α) οι υπάρχουσες περιστάσεις<br />β) οι υπάρχουσες ευκολίες<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων»<br />i) σύμφωνα με τα [[μέσα]] τα οποία διαθέτει [[κανείς]]<br />ii) [[κατά]] τις περιστάσεις<br />β) «ὑπῆρκτο αὐτοῡ» — είχε γίνει [[αρχή]] του, είχε γίνει έναρξή του (<b>Θουκ.</b>).<br />-έω, Α [[ὕπαρχος]]<br />[[είμαι]] ύπαρχος.
|mltxt=[[ὑπάρχω]] ΝΜΑ [[ἄρχω]]<br /><b>1.</b> έχω ύπαρξη, έχω [[υπόσταση]], ζω, [[υφίσταμαι]] (α. «υπάρχει [[δικαιοσύνη]]» β. «[[σκέπτομαι]], άρα [[υπάρχω]]» γ. «μηδενὸς αἰτίου ὑπάρχοντος», ΚΔ<br />δ. «τοὺς ὑπάρχοντας... πολίτας ἐξαπατῶντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως συνδετικό, στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) [[είμαι]], [[διατελώ]] (α. «υπήρξε [[πρότυπο]] ανδρείας και τιμιότητας για όλους μας» β. «[[φιλάσθενος]] [[ὑπάρχω]]», Πρόδρ.<br />γ. «ἰατρὸς ὑπάρχων τὴν τέχνην», πάπ.)<br /><b>3.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) τα [[υπάρχοντα]]<br />όλα όσα έχει [[κανείς]], η [[περιουσία]] του (α. «έχασε όλα τα υπάρχοντά του» β. «πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῑς», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ενεργ. και μέσ.) <b>(μτβ.)</b> [[κάνω]] [[αρχή]], [[αρχίζω]] (α. «ὑπάρξαντα ἀδίκων ἔργων», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «βαδίσεως ὑπάρχονται... τὰ... βρέφη», Αιλ.)<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[αρχίζω]] να [[αναφαίνομαι]] («[[ὅθεν]] εὐμάρει' ὑπάρχοι πόρου», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[είμαι]] [[απόγονος]] κάποιου, [[κατάγομαι]] από κάποιον<br /><b>4.</b> [[αποτελώ]] [[βάση]], [[θεμέλιο]], λαμβάνομαι ως δεδομένο («θέντες ὡς ὑπάρχον [[εἶναι]] ὅ βούλονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>5.</b> [[ανήκω]] σε κάποιον («τῇ μὲν ἐκείνου ὑπάρχειν τέχνῃ διδούς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[είμαι]] αφοσιωμένος σε κάποιον («Παρύσατις μὲν δὴ ἠ [[μήτηρ]] ὑπῆρχε τῷ Κύρῳ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>7.</b> (με μτχ. με επιρρμ. σημ., όπως το [[τυγχάνω]]) [[κατά]] [[τύχη]], τυχαία («οὐ γὰρ ἐχθρὸς γ' ὑπῆρχεν ὤν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> [[είμαι]] ύπαρχος («τῷ... Ἀντωνίνῳ... ὑπάρξας», Δίων Κάσσ)<br /><b>9.</b> <b>πιθ.</b> [[διοικώ]], [[κυβερνώ]]<br /><b>10.</b> (στο γ' εν. ως απρόσ.) <i>ὑπάρχει</i><br />α) [[είναι]] βέβαιο ή πιθανόν<br />β) [[είναι]] δυνατόν, επιτρέπεται («ὑπάρχει... ὑμῑν... ἐπικρατεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>11.</b> (το απρμφ. ενεστ.) <i>ὑπάρχειν</i><br />(στον <b>Αριστοτ.</b>) [[είμαι]] [[γνώρισμα]] ή [[ιδιότητα]] κάποιου («ὑπάρχειν τινὶ ζῴῳ δίποδι [[εἶναι]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>12.</b> (το ουδ. εν. της μτχ. ενεστ.) <i>ὑπάρχον</i><br />[[αφού]] υπήρχε η [[ευκαιρία]] ή [[αφού]] ήταν δυνατόν («ὑπάρχον ὑμῑν πολεμεῑν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>13.</b> (το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ. ως ουσ.) α) οι υπάρχουσες περιστάσεις<br />β) οι υπάρχουσες ευκολίες<br /><b>14.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐκ τῶν ὑπαρχόντων»<br />i) σύμφωνα με τα [[μέσα]] τα οποία διαθέτει [[κανείς]]<br />ii) [[κατά]] τις περιστάσεις<br />β) «ὑπῆρκτο αὐτοῡ» — είχε γίνει [[αρχή]] του, είχε γίνει έναρξή του (<b>Θουκ.</b>).<br />-έω, Α [[ὕπαρχος]]<br />[[είμαι]] ύπαρχος.
}}
}}
{{lsm
{{lsm