παρθένιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
(1ba)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[παρθένιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ [[παρθένος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, σε [[κοπέλα]], ο [[κοριτσίστικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο θεά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]], [[καθαρός]], [[λευκός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παρθένιος]]<br />α) [[γιος]] ανύπαντρης γυναίκας<br />β) [[ονομασία]] [[μήνα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[παρθένιον]]<br /><b>βλ.</b> <i>παρθένιο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[παρθένιον]]<br />με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο, παρθενικώς<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρθένιος]] [[αὐλός]]» — [[αυλός]] με οξύτερο ήχο από τον παιδικό αυλό<br />β) «[[παρθένιος]] [[ἀνήρ]]» — ο [[πρώτος]] [[σύζυγος]]<br />γ) «[[παρθενία]] γαῑα» — [[είδος]] χώματος στη Σάμο για το οποίο πιστευόταν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.
|mltxt=-α, -ο / [[παρθένιος]], -ία, -ον, θηλ. και -ος, ΝΑ [[παρθένος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο, σε [[κοπέλα]], ο [[κοριτσίστικος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παρθένο θεά<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αγνός]], [[άσπιλος]], [[καθαρός]], [[λευκός]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[παρθένιος]]<br />α) [[γιος]] ανύπαντρης γυναίκας<br />β) [[ονομασία]] [[μήνα]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[παρθένιον]]<br /><b>βλ.</b> <i>παρθένιο</i>(<i>ν</i>)<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[παρθένιον]]<br />με τρόπο που αρμόζει σε παρθένο, παρθενικώς<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «[[παρθένιος]] [[αὐλός]]» — [[αυλός]] με οξύτερο ήχο από τον παιδικό αυλό<br />β) «[[παρθένιος]] [[ἀνήρ]]» — ο [[πρώτος]] [[σύζυγος]]<br />γ) «[[παρθενία]] γαῑα» — [[είδος]] χώματος στη Σάμο για το οποίο πιστευόταν ότι είχε θεραπευτικές ιδιότητες.
}}
}}
{{lsm
{{lsm