εὐθύς: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
(1ab)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία, -ύ (ΑΜ [[εὐθύς]], -εῑα, -ύ, Α ιων. και επικ. τ. [[ἰθύς]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[διεύθυνση]] της ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει [[ούτε]] αλλάζει [[κατεύθυνση]] (α. «[[ευθύς]] [[οδός]]» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ηθ. [[έννοια]]) [[δίκαιος]], [[έντιμος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ εὐθεῑα</i><br />α) (ενν. [[οδός]]) [[ίσιος]] [[δρόμος]] («παρεξέκλινα μικρὸν ἐκ τῆς εὐθείας», Πρόδρ.)<br />β) (ενν. [[γραμμή]]) [[ίσια]] [[γραμμή]] («ἐπ' εὐθείας [[εἶναι]]», Αρχιμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατ' ευθείαν» και απλοπ. τ. «[[κατευθείαν]]» ως επίρρ.<br />α) (για [[πορεία]] ή πλου) [[χωρίς]] ενδιάμεση [[στάθμευση]]<br />β) (για [[ενέργεια]] ή λόγο) [[αμέσως]], [[χωρίς]] περιστροφές<br />γ) [[χωρίς]] [[παρέκκλιση]], [[χωρίς]] [[παράκαμψη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατ᾿ εὐθεῑαν» — με άμεσο συλλογισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ εὐθεῑα</i> (ενν. [[πτῶσις]])<br />η ονομαστική [[πτώση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[εὐθύ]]<br />α) η ονομαστική [[πτώση]]<br />β) η [[κατευθείαν]] [[διεύθυνση]] («κατ᾿ [[εὐθύ]]», «εἰς τὸ [[εὐθύ]]»)<br />γ) η [[πορεία]] σε [[ευθεία]] οδό<br />δ) η [[ευθύτητα]] του χαρακτήρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπ' εὐθείας εἶμαι» — βρίσκομαι σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br />β) «ἐξ εὐθείας [[παρέχω]]» — [[επιδρώ]] [[αμέσως]]<br />γ) «κατὰ τὸ εὐθὺ ἵσταμαι» — [[στέκομαι]] όρθιος<br />δ) «κατ' [[εὐθύ]]» — σε ισόπεδο [[έδαφος]]<br />ε) «τοῡ εὐθέος [[πλήρης]]» — έχοντας κουραστεί να πορεύεται την [[ευθεία]] οδό<br />στ) «ἀπὸ τοῡ εὐθέος [[λέγω]]» — [[μιλώ]] με [[παρρησία]]<br />ζ) «ἐκ τοῡ εὐθέος ὑπουργῶ» — [[φανερά]], [[χωρίς]] [[επιφύλαξη]] [[προσφέρω]] υπηρεσίες. Επίρρ. Ι. [[ευθέως]] (ΑΜ [[εὐθέως]])<br /><b>1.</b> [[αμέσως]], [[ταχέως]] («εὐθίως δ' ἐγὼ κατ' [[ἴχνος]] [[ᾄσσω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατευθείαν]], ολόισια<br />II. [[ευθύς]] και [[ευτύς]] (ΑΜ [[εὐθύς]], Μ και εὐτύς)<br /><b>1.</b> ([[χρονικό]]) [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[αναβολή]]<br /><b>2.</b> (με το ως) [[ευθύς]] ως</i><br />[[αμέσως]] [[μόλις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατωτέρω]], [[εφεξής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε συνδυασμό με επιρρηματικές λέξεις) για [[δήλωση]] της άμεσης [[χρονικής]] ακολουθίας («εὐθὺς ἔτι [[βρέφος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπάν. τοπικό) [[κατευθείαν]] («τὴν δ' εὐθὺς Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν» — την οδό που οδηγεί [[κατευθείαν]] στο Άργος, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[τροπικό]]) [[απλώς]]<br /><b>4.</b> παραδείγματος [[χάριν]], για [[παράδειγμα]] («[[ὥσπερ]] [[ζῶον]] [[εὐθύς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />III. [[εὐθύ]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (τοπικό) σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], [[κατευθείαν]] («εὐθὺ πρὸς τὰ νυφικὰ λέχη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απέναντι]] ακριβώς<br /><b>3.</b> [[απλώς]]<br /><b>4.</b> ([[χρονικό]]) [[αμέσως]], στη [[στιγμή]] («εὐθὺ τοῡτο κατάδηλον ἐγένετο», Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. δεν έχει αντίστοιχους τ. σε άλλες ΙΕ γλώσσες και πιθ. αποτελεί [[προϊόν]] συμφυρμού του τ. [[είθαρ]] («[[αμέσως]], [[ευθέως]]») με τον ομηρ. -ιων. τ. [[ιθύς]] («[[ευθύς]]»). Ήτοι το <i>ευ</i>- του τ. [[ευθύς]] φαίνεται πως προέκυψε από συμφυρμό του <i>ει</i>- του [[είθαρ]] [[προς]] το -<i>υ</i>- του [[ιθύς]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. δημιουργήθηκε από το [[ιθύς]] με την [[επίδραση]] του επιρρ. <i>εν</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευθέως]], [[ευθύνω]], <i>ευθύτης</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ευθυντός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εύθειος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ευθειάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευθειακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>ευθυ</i>-. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεσευθύς]].
|mltxt=-εία, -ύ (ΑΜ [[εὐθύς]], -εῑα, -ύ, Α ιων. και επικ. τ. [[ἰθύς]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[διεύθυνση]] της ευθείας γραμμής, αυτός που δεν λυγίζει [[ούτε]] αλλάζει [[κατεύθυνση]] (α. «[[ευθύς]] [[οδός]]» β. «εὐθὺν δὲ πλόον καμάτων ἐκτὸς ἐόντα δίδοι», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ηθ. [[έννοια]]) [[δίκαιος]], [[έντιμος]], [[ειλικρινής]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ εὐθεῑα</i><br />α) (ενν. [[οδός]]) [[ίσιος]] [[δρόμος]] («παρεξέκλινα μικρὸν ἐκ τῆς εὐθείας», Πρόδρ.)<br />β) (ενν. [[γραμμή]]) [[ίσια]] [[γραμμή]] («ἐπ' εὐθείας [[εἶναι]]», Αρχιμ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «κατ' ευθείαν» και απλοπ. τ. «[[κατευθείαν]]» ως επίρρ.<br />α) (για [[πορεία]] ή πλου) [[χωρίς]] ενδιάμεση [[στάθμευση]]<br />β) (για [[ενέργεια]] ή λόγο) [[αμέσως]], [[χωρίς]] περιστροφές<br />γ) [[χωρίς]] [[παρέκκλιση]], [[χωρίς]] [[παράκαμψη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «κατ᾿ εὐθεῑαν» — με άμεσο συλλογισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ εὐθεῑα</i> (ενν. [[πτῶσις]])<br />η ονομαστική [[πτώση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[εὐθύ]]<br />α) η ονομαστική [[πτώση]]<br />β) η [[κατευθείαν]] [[διεύθυνση]] («κατ᾿ [[εὐθύ]]», «εἰς τὸ [[εὐθύ]]»)<br />γ) η [[πορεία]] σε [[ευθεία]] οδό<br />δ) η [[ευθύτητα]] του χαρακτήρα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐπ' εὐθείας εἶμαι» — βρίσκομαι σε [[ευθεία]] [[γραμμή]]<br />β) «ἐξ εὐθείας [[παρέχω]]» — [[επιδρώ]] [[αμέσως]]<br />γ) «κατὰ τὸ εὐθὺ ἵσταμαι» — [[στέκομαι]] όρθιος<br />δ) «κατ' [[εὐθύ]]» — σε ισόπεδο [[έδαφος]]<br />ε) «τοῡ εὐθέος [[πλήρης]]» — έχοντας κουραστεί να πορεύεται την [[ευθεία]] οδό<br />στ) «ἀπὸ τοῡ εὐθέος [[λέγω]]» — [[μιλώ]] με [[παρρησία]]<br />ζ) «ἐκ τοῡ εὐθέος ὑπουργῶ» — [[φανερά]], [[χωρίς]] [[επιφύλαξη]] [[προσφέρω]] υπηρεσίες. Επίρρ. Ι. [[ευθέως]] (ΑΜ [[εὐθέως]])<br /><b>1.</b> [[αμέσως]], [[ταχέως]] («εὐθίως δ' ἐγὼ κατ' [[ἴχνος]] [[ᾄσσω]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κατευθείαν]], ολόισια<br />II. [[ευθύς]] και [[ευτύς]] (ΑΜ [[εὐθύς]], Μ και εὐτύς)<br /><b>1.</b> ([[χρονικό]]) [[αμέσως]], [[χωρίς]] [[αναβολή]]<br /><b>2.</b> (με το ως) [[ευθύς]] ως</i><br />[[αμέσως]] [[μόλις]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κατωτέρω]], [[εφεξής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε συνδυασμό με επιρρηματικές λέξεις) για [[δήλωση]] της άμεσης [[χρονικής]] ακολουθίας («εὐθὺς ἔτι [[βρέφος]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (σπάν. τοπικό) [[κατευθείαν]] («τὴν δ' εὐθὺς Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν» — την οδό που οδηγεί [[κατευθείαν]] στο Άργος, <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> ([[τροπικό]]) [[απλώς]]<br /><b>4.</b> παραδείγματος [[χάριν]], για [[παράδειγμα]] («[[ὥσπερ]] [[ζῶον]] [[εὐθύς]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br />III. [[εὐθύ]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> (τοπικό) σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], [[κατευθείαν]] («εὐθὺ πρὸς τὰ νυφικὰ λέχη», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[απέναντι]] ακριβώς<br /><b>3.</b> [[απλώς]]<br /><b>4.</b> ([[χρονικό]]) [[αμέσως]], στη [[στιγμή]] («εὐθὺ τοῡτο κατάδηλον ἐγένετο», Τζέτζ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. δεν έχει αντίστοιχους τ. σε άλλες ΙΕ γλώσσες και πιθ. αποτελεί [[προϊόν]] συμφυρμού του τ. [[είθαρ]] («[[αμέσως]], [[ευθέως]]») με τον ομηρ. -ιων. τ. [[ιθύς]] («[[ευθύς]]»). Ήτοι το <i>ευ</i>- του τ. [[ευθύς]] φαίνεται πως προέκυψε από συμφυρμό του <i>ει</i>- του [[είθαρ]] [[προς]] το -<i>υ</i>- του [[ιθύς]]. Σύμφωνα με [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. δημιουργήθηκε από το [[ιθύς]] με την [[επίδραση]] του επιρρ. <i>εν</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευθέως]], [[ευθύνω]], <i>ευθύτης</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ευθυντός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[εύθειος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ευθειάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευθειακός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>βλ. λ.</b> <i>ευθυ</i>-. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[μεσευθύς]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm