σαρδόνιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [["
(1b)
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[σαρδόνιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και [[σαρδάνιος]], -ία, -ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α<br />([[κυρίως]] φρ.) α) «σαρδόνιο [[γέλιο]]» ή «[[σαρδόνιος]] [[γέλως]]» — σαρκαστικό, μοχθηρό [[γέλιο]] που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική [[σύσπαση]] του προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br />«σαρδόνιο [[προσωπείο]]» ή «[[σαρδόνιος]] [[γέλως]]»<br /><b>ιατρ.</b> χαρακτηριστικό [[προσωπείο]] σε τέτανο, οφειλόμενο σε [[σύσπαση]] τών μιμικών [[μυών]] του προσώπου, εξαιτίας της οποίας οι γωνίες του στόματος έλκονται [[προς]] τα έξω δίνοντας στο [[πρόσωπο]] την [[έκφραση]] μοχθηρού γέλιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[σαρδόνιον]] ή <i>σαρδώνιον</i> το [[φυτό]] [[σαρδάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. [[σαρδάνιος]] έχει σχηματιστεί από το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[δείχνω]] τα δόντια», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος <i>σαρ</i>-<i>δών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σπα</i>-<i>δών</i>, <i>τυφ</i>-<i>ε</i>-<i>δών</i>). Σύμφωνα με [[άλλη]], παλαιότερη [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από το όν. ενός φυτού, που ευδοκιμούσε στη Σαρδηνία (<b>πρβλ.</b> πιθ. τον τ. [[σαρδάνη]]), το οποίο είχε την [[ιδιότητα]] να προκαλεί σπασμωδικό [[γέλιο]] σε όποιον το έτρωγε. Επίσης, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[σαρδανάφαλλος]]<br />[[γελωτοποιός]] και προέρχεται από το όν. ενός λαού της Μεσογείου (πιθ. γειτονικού τών Αιγυπτίων) <i>Sardana</i>. Ο τ. [[σαρδόνιος]] (και ουδ. <i>σαρδώνιον</i>) [[είναι]] μτγν. και έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το [[Σαρδόνιος]] / [[Σαρδώνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[Σαρδώ]] «Σαρδηνία»). Την λ., [[τέλος]], δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sardonic</i>, γαλλ. <i>sardonique</i>, γερμ. <i>sardonisch</i>)].
|mltxt=-α, -ο / [[σαρδόνιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και [[σαρδάνιος]], -ία, -ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α<br />([[κυρίως]] φρ.) α) «σαρδόνιο [[γέλιο]]» ή «[[σαρδόνιος]] [[γέλως]]» — σαρκαστικό, μοχθηρό [[γέλιο]] που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική [[σύσπαση]] του προσώπου<br /><b>νεοελλ.</b><br />«σαρδόνιο [[προσωπείο]]» ή «[[σαρδόνιος]] [[γέλως]]»<br /><b>ιατρ.</b> χαρακτηριστικό [[προσωπείο]] σε τέτανο, οφειλόμενο σε [[σύσπαση]] τών μιμικών [[μυών]] του προσώπου, εξαιτίας της οποίας οι γωνίες του στόματος έλκονται [[προς]] τα έξω δίνοντας στο [[πρόσωπο]] την [[έκφραση]] μοχθηρού γέλιου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[σαρδόνιον]] ή <i>σαρδώνιον</i> το [[φυτό]] [[σαρδάνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το επίθ. [[σαρδάνιος]] έχει σχηματιστεί από το ρ. [[σαίρω]] (Ι) «[[δείχνω]] τα δόντια», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος <i>σαρ</i>-<i>δών</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σπα</i>-<i>δών</i>, <i>τυφ</i>-<i>ε</i>-<i>δών</i>). Σύμφωνα με [[άλλη]], παλαιότερη [[άποψη]], η λ. έχει προέλθει από το όν. ενός φυτού, που ευδοκιμούσε στη Σαρδηνία (<b>πρβλ.</b> πιθ. τον τ. [[σαρδάνη]]), το οποίο είχε την [[ιδιότητα]] να προκαλεί σπασμωδικό [[γέλιο]] σε όποιον το έτρωγε. Επίσης, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[σαρδανάφαλλος]]<br />[[γελωτοποιός]] και προέρχεται από το όν. ενός λαού της Μεσογείου (πιθ. γειτονικού τών Αιγυπτίων) <i>Sardana</i>. Ο τ. [[σαρδόνιος]] (και ουδ. <i>σαρδώνιον</i>) [[είναι]] μτγν. και έχει σχηματιστεί αναλογικά [[προς]] το [[Σαρδόνιος]] / [[Σαρδώνιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[Σαρδώ]] «Σαρδηνία»). Την λ., [[τέλος]], δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sardonic</i>, γαλλ. <i>sardonique</i>, γερμ. <i>sardonisch</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm