σαρδόνιος

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρδόνιος Medium diacritics: σαρδόνιος Low diacritics: σαρδόνιος Capitals: ΣΑΡΔΟΝΙΟΣ
Transliteration A: sardónios Transliteration B: sardonios Transliteration C: sardonios Beta Code: sardo/nios

English (LSJ)

v. σαρδάνιος. σάρδοντα· διαπίπτοντα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 862] s. σαρδάνιος u. σαρδών.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. σαρδάνιος.

Russian (Dvoretsky)

σαρδόνιος: Polyb., Plut. = σαρδάνιος.

Greek (Liddell-Scott)

σαρδόνιος: -α, -ον, ἴδε σαρδάνιος.

Greek Monolingual

-α, -ο / σαρδόνιος, -ία, -ον, ΝΜΑ, και σαρδάνιος, -ία, -ον, ΜΑ, και μτγν. τ. ουδ. σαρδώνιον Α
(κυρίως φρ.) α) «σαρδόνιο γέλιο» ή «σαρδόνιος γέλως» — σαρκαστικό, μοχθηρό γέλιο που εκδηλώνεται με χαρακτηριστική σύσπαση του προσώπου
νεοελλ.
«σαρδόνιο προσωπείο» ή «σαρδόνιος γέλως»
ιατρ. χαρακτηριστικό προσωπείο σε τέτανο, οφειλόμενο σε σύσπαση τών μιμικών μυών του προσώπου, εξαιτίας της οποίας οι γωνίες του στόματος έλκονται προς τα έξω δίνοντας στο πρόσωπο την έκφραση μοχθηρού γέλιου
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σαρδόνιον ή σαρδώνιον το φυτό σαρδάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το επίθ. σαρδάνιος έχει σχηματιστεί από το ρ. σαίρω (Ι) «δείχνω τα δόντια», πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ονόματος σαρ-δών (πρβλ. σπα-δών, τυφ-ε-δών). Σύμφωνα με άλλη, παλαιότερη άποψη, η λ. έχει προέλθει από το όν. ενός φυτού, που ευδοκιμούσε στη Σαρδηνία (πρβλ. πιθ. τον τ. σαρδάνη), το οποίο είχε την ιδιότητα να προκαλεί σπασμωδικό γέλιο σε όποιον το έτρωγε. Επίσης, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. σαρδανάφαλλος
γελωτοποιός και προέρχεται από το όν. ενός λαού της Μεσογείου (πιθ. γειτονικού τών Αιγυπτίων) Sardana. Ο τ. σαρδόνιος (και ουδ. σαρδώνιον) είναι μτγν. και έχει σχηματιστεί αναλογικά προς το Σαρδόνιος / Σαρδώνιος (< Σαρδώ «Σαρδηνία»). Την λ., τέλος, δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. sardonic, γαλλ. sardonique, γερμ. sardonisch)].

Greek Monotonic

σαρδόνιος: -α, -ον, βλ. Σαρδάνιος.

Middle Liddell

σαρδόνιος, η, ον [v. Σαρδάνιος.]