3,274,216
edits
(1b) |
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[") |
||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σωτήρ:''' -ῆρος, ὁ, κλητ. <i>σῶτερ</i> ([[σῴζω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που σώζει, που απαλλάσσει, που λυτρώνει, που διατηρεί και διαφυλάσσει, [[σωτήρας]], [[λυτρωτής]], με γεν. υποκειμενική, <i>τῆς Ἑλλάδος</i>, αυτός που σώζει την [[Ελλάδα]], σε Ηρόδ.· επίσης, με γεν. αντικειμενική, <i>σωτὴρνόσου</i>, <i>κακῶν</i>, αυτός που διαφυλάσσει, που διασώζει από την [[ασθένεια]], τις συμφορές, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> επίθ., που λέγεται για θεούς-προστάτες, [[ιδίως]] για τον [[Δία]]· [[Ζεὺς]] Σωτήρ, σε Πίνδ., Τραγ.· σε αυτόν ήταν αφιερωμένο το τρίτο [[ποτήρι]] κρασιού που χυνόταν κατά τις σπονδές, <i>[[τρίτον]] Σωτῆρι σπένδειν</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.· το να πίνει [[κάποιος]] από αυτό το [[ποτήρι]] θεωρείτο [[σύμβολο]] καλής τύχης, και έτσι η [[τρίτη]] [[φορά]] που γίνεται [[κάτι]] θεωρείται αίσιο και ευοίωνο [[γεγονός]], απ' όπου και η [[παροιμία]], | |lsmtext='''σωτήρ:''' -ῆρος, ὁ, κλητ. <i>σῶτερ</i> ([[σῴζω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που σώζει, που απαλλάσσει, που λυτρώνει, που διατηρεί και διαφυλάσσει, [[σωτήρας]], [[λυτρωτής]], με γεν. υποκειμενική, <i>τῆς Ἑλλάδος</i>, αυτός που σώζει την [[Ελλάδα]], σε Ηρόδ.· επίσης, με γεν. αντικειμενική, <i>σωτὴρνόσου</i>, <i>κακῶν</i>, αυτός που διαφυλάσσει, που διασώζει από την [[ασθένεια]], τις συμφορές, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> επίθ., που λέγεται για θεούς-προστάτες, [[ιδίως]] για τον [[Δία]]· [[Ζεὺς]] Σωτήρ, σε Πίνδ., Τραγ.· σε αυτόν ήταν αφιερωμένο το τρίτο [[ποτήρι]] κρασιού που χυνόταν κατά τις σπονδές, <i>[[τρίτον]] Σωτῆρι σπένδειν</i>, σε Πίνδ. κ.λπ.· το να πίνει [[κάποιος]] από αυτό το [[ποτήρι]] θεωρείτο [[σύμβολο]] καλής τύχης, και έτσι η [[τρίτη]] [[φορά]] που γίνεται [[κάτι]] θεωρείται αίσιο και ευοίωνο [[γεγονός]], απ' όπου και η [[παροιμία]], τὸ [[τρίτον]] τῷ σωτῆρι</i>, η [[τρίτη]] (δηλ. η τυχερή) [[φορά]], σε Πλάτ.· λέγεται επίσης και για άλλους θεούς, όπως για τους Απόλλωνα και Ερμή, σε Αισχύλ.· ομοίως για θηλυκές θεότητες, [[Τύχη]] [[σωτήρ]] αντί [[σώτειρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> στην Κ.Δ., Ιησούς [[Χριστός]], Σωτήρας.<br /><b class="num">II.</b> στους ποιητές, ως επίθ., αυτός που σώζει, που διαφυλάσσει, [[προστάτης]], σε Αισχύλ.· με θηλ. ουσ., <i>σωτῆρες τιμαί</i>, [[αρμοδιότητα]] ή [[προνόμιο]] κάποιου να σώζει, λέγεται για τους Διόσκουρους, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |