κόπτω: Difference between revisions

6 bytes removed ,  15 January 2019
m
Text replacement - ">" to ">"
(1ba)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[κόπτω]])<br />[[κόβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[αναγωγή]] του [[κόπτω]] σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>skep</i>- / <i>skop</i>- / <i>skap</i>- «[[χωρίζω]] με κοφτερό [[αντικείμενο]]» (στην οποία ανήκουν τα [[σκάπτω]], [[σκέπαρνος]], <b>κ.ά.</b>) δεν μπορεί να απορριφθεί, [[αλλά]] [[ούτε]] και να αποδειχθεί.Το [[κόπτω]] [[είναι]] αντίστοιχο του λιθουαν. <i>kapiu</i> «[[πελεκώ]], [[καταρρίπτω]]». Συνδέεται [[επίσης]] με το λατ. <i>capus</i> / <i>capo</i> «ευνουχισμένος [[κόκορας]]», το λεττον. <i>kapaju</i> «[[διασχίζω]], [[πελεκώ]]» και ίσως το αλβ. <i>kep</i> «[[πελεκώ]]». Ο νεοελλ. τ. [[κόβω]] σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. <i>έκοψα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρύπτω]] &GT; [[κρύβω]], [[ράπτω]] &GT; [[ράβω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κόμμα]], [[κομμός]], [[κοπετός]], [[κοπή]], [[κόπος]], [[κοπτήριο]], [[κόπτης]] [[κοπτικός]], [[κοπτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπάς]], [[κόπηθρον]], [[κοπίσκος]], [[κοπτούρα]], [[κόπτρα]], <i>τα</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κόψιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοπτήρας]], [[κόψη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> <i>κοψόουρος</i>, [[κόψορχις]], [[κοψοχερίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοψοκεφαλιάζω]], [[κοψομεσιάζω]], [[κοψομέσιασμα]], [[κοψομύτης]], [[κοψονούρης]], [[κοψοπόδης]], [[κοψοχείλης]], [[κοψοχέρης]], [[κοψόχορτο]]. (Β' συνθετικό) α) -[[κόπτω]]: [[ανακόπτω]], [[αποκόπτω]], [[διακόπτω]], [[εγκόπτω]], [[εκκόπτω]], [[κατακόπτω]], [[περικόπτω]], [[προκόπτω]], [[προσκόπτω]], [[συγκόπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντανακόπτω]], [[αντεκκόπτω]], [[αντικόπτω]], [[διανακόπτω]], [[διεγκόπτω]], [[επικόπτω]], <i>κερεκόπτω</i>, [[μετακόπτω]], [[παρακόπτω]], [[παρεγκόπτω]], [[παρεπικόπτω]], [[προανακόπτω]], [[προαποκόπτω]], [[προεκκόπτω]], [[προεπικόπτω]], [[προκατακόπτω]], [[προσανακόπτω]], [[προσαποκόπτω]], [[προσεκκόπτω]], [[προσπερικόπτω]], [[συγκατακόπτω]], [[συμπροκόπτω]], [[συνανακόπτω]], [[συναποκόπτω]], [[συνδιακόπτω]], [[συνεκκόπτω]], [[υπανακόπτω]], [[υπερκόπτω]], [[υποκόπτω]], [[υποσυγκόπτω]], [[χερσοκόπτω]]<br />β) -[[κόβω]]: <b>νεοελλ.</b> [[αβγοκόβω]], [[αγουροκόβω]], [[αντικόβω]], [[αντισκόβω]], [[αποκόβω]], [[αφαλοκόβω]], [[μεσοκόβω]], <i>νεροκόβω</i>, [[ξεκόβω]], [[πετσοκόβω]], [[προκόβω]], [[ψιλοκόβω]]].
|mltxt=(ΑM [[κόπτω]])<br />[[κόβω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[αναγωγή]] του [[κόπτω]] σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>skep</i>- / <i>skop</i>- / <i>skap</i>- «[[χωρίζω]] με κοφτερό [[αντικείμενο]]» (στην οποία ανήκουν τα [[σκάπτω]], [[σκέπαρνος]], <b>κ.ά.</b>) δεν μπορεί να απορριφθεί, [[αλλά]] [[ούτε]] και να αποδειχθεί.Το [[κόπτω]] [[είναι]] αντίστοιχο του λιθουαν. <i>kapiu</i> «[[πελεκώ]], [[καταρρίπτω]]». Συνδέεται [[επίσης]] με το λατ. <i>capus</i> / <i>capo</i> «ευνουχισμένος [[κόκορας]]», το λεττον. <i>kapaju</i> «[[διασχίζω]], [[πελεκώ]]» και ίσως το αλβ. <i>kep</i> «[[πελεκώ]]». Ο νεοελλ. τ. [[κόβω]] σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον αόρ. <i>έκοψα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[κρύπτω]] > [[κρύβω]], [[ράπτω]] > [[ράβω]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κόμμα]], [[κομμός]], [[κοπετός]], [[κοπή]], [[κόπος]], [[κοπτήριο]], [[κόπτης]] [[κοπτικός]], [[κοπτός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κοπάς]], [[κόπηθρον]], [[κοπίσκος]], [[κοπτούρα]], [[κόπτρα]], <i>τα</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κόψιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοπτήρας]], [[κόψη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> <i>κοψόουρος</i>, [[κόψορχις]], [[κοψοχερίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κοψοκεφαλιάζω]], [[κοψομεσιάζω]], [[κοψομέσιασμα]], [[κοψομύτης]], [[κοψονούρης]], [[κοψοπόδης]], [[κοψοχείλης]], [[κοψοχέρης]], [[κοψόχορτο]]. (Β' συνθετικό) α) -[[κόπτω]]: [[ανακόπτω]], [[αποκόπτω]], [[διακόπτω]], [[εγκόπτω]], [[εκκόπτω]], [[κατακόπτω]], [[περικόπτω]], [[προκόπτω]], [[προσκόπτω]], [[συγκόπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντανακόπτω]], [[αντεκκόπτω]], [[αντικόπτω]], [[διανακόπτω]], [[διεγκόπτω]], [[επικόπτω]], <i>κερεκόπτω</i>, [[μετακόπτω]], [[παρακόπτω]], [[παρεγκόπτω]], [[παρεπικόπτω]], [[προανακόπτω]], [[προαποκόπτω]], [[προεκκόπτω]], [[προεπικόπτω]], [[προκατακόπτω]], [[προσανακόπτω]], [[προσαποκόπτω]], [[προσεκκόπτω]], [[προσπερικόπτω]], [[συγκατακόπτω]], [[συμπροκόπτω]], [[συνανακόπτω]], [[συναποκόπτω]], [[συνδιακόπτω]], [[συνεκκόπτω]], [[υπανακόπτω]], [[υπερκόπτω]], [[υποκόπτω]], [[υποσυγκόπτω]], [[χερσοκόπτω]]<br />β) -[[κόβω]]: <b>νεοελλ.</b> [[αβγοκόβω]], [[αγουροκόβω]], [[αντικόβω]], [[αντισκόβω]], [[αποκόβω]], [[αφαλοκόβω]], [[μεσοκόβω]], <i>νεροκόβω</i>, [[ξεκόβω]], [[πετσοκόβω]], [[προκόβω]], [[ψιλοκόβω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm