θεωρός: Difference between revisions

m
Text replacement - ">" to ">"
(1ab)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[θεωρός]] και δωρ. τ. [[θεαρός]] και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός)<br /><b>1.</b> [[θεατής]], [[παρατηρητής]]<br /><b>2.</b> εκκλησιαστικό [[διακόνημα]], οι κάτοχοι του οποίου φροντίζουν για τη [[διαφύλαξη]] τών ιερών σκευών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] της θεωρίας, της πρεσβείας που έστελνε μια [[πόλη]] για [[συμμετοχή]] σε εορτές άλλης πόλης ή για [[λήψη]] χρησμού από [[μαντείο]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρευρίσκεται και μετέχει στις εορτές<br /><b>3.</b> [[πρέσβης]], [[απεσταλμένος]]<br /><b>4.</b> [[άρχων]] στη Μαντινεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θέᾱ</i> (<b>αττ. τ.</b>) ή <i>θέη</i> <b>ιων. τ.</b> <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>oρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i>. (Η ύπαρξη <i>F</i> στο θ. του <i>ὁρῶ</i> [[είναι]] βέβαιη, δυσερμήνευτη όμως [[είναι]] η [[δασύτητα]], η οποία [[άλλοτε]] εμφανίζεται και [[άλλοτε]] όχι, όπως στην προκειμένη [[περίπτωση]]): <i>θεά</i>- (<i>F</i>)[[ορός]] ή <i>θεη</i>-(<i>F</i>)[[ορός]] &GT; <i>θε</i>(<i>ε</i>)-<i>ωρός</i> με σίγηση του <i>F</i> και [[αντιμεταχώρηση]]. Ο παράλλ. τ. [[θεορός]] [[πρέπει]] να [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[έφορος]]. Το κυριότερο [[πρόβλημα]] στην ανωτέρω [[ετυμολογία]] [[είναι]] ότι το α' συνθετικό <i>θέᾱ</i> του <i>θεα</i>-(<i>F</i>)[[ορός]] [[είναι]] [[καθαρά]] αττ. τ., [[οπότε]] οι τ. άλλων διαλέκτων που το εμφανίζουν, όπως λ.χ. ο δωρ. <i>θεᾱρός</i>, [[πρέπει]] να [[είναι]] δάνεια από την αττ. διάλεκτο. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι τύποι αυτοί δημιουργήθηκαν λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως του <i>α</i> συνθετικού με τη λ. [[θεός]]. Το [[γεγονός]] όμως ότι το [[λειτούργημα]] του θεωρού ήταν συνδεδεμένο με θρησκευτικο-διπλωματικά καθήκοντα και όχι με την [[έννοια]] του θεάματος οδήγησε στη [[διατύπωση]] και της αντίθετης άποψης. Κατ' αυτήν, [[θεωρός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>-<i>ωρός</i> «αυτός που παρατηρεί τη [[θέληση]] του θεού» (<span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυρ</i>-<i>ωρός</i> «αυτός που παρατηρεί τη [[θύρα]]», [[σημασία]] που ταιριάζει στους απεσταλμένους τών [[πόλεων]] σε θρησκευτικές γιορτές. Επειδή όμως οι έννοιες της λ. [[θεωρός]] και τών παρ. λ. [[θεωρία]] και [[θεωρώ]] ήταν συνδεδεμένες με ταξίδια-αποστολές και τη [[γνωριμία]] ξένων τόπων, η παρετυμολογική [[σύνδεση]] δημιουργήθηκε με τη λ. <i>θέα</i>, που θεωρήθηκε α' συνθετικό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θεωρείο]], [[θεωρία]], [[θεωρικός]], [[θεώριος]], [[θεωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεωρίς]], [[θεωροσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θεωροδοκία]], [[θεωροδόκος]], [[θεωροδοκώ]]<br />(Β' συνθετικό) [[αρχιθέωρος]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[θεωρός]] και δωρ. τ. [[θεαρός]] και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός)<br /><b>1.</b> [[θεατής]], [[παρατηρητής]]<br /><b>2.</b> εκκλησιαστικό [[διακόνημα]], οι κάτοχοι του οποίου φροντίζουν για τη [[διαφύλαξη]] τών ιερών σκευών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] της θεωρίας, της πρεσβείας που έστελνε μια [[πόλη]] για [[συμμετοχή]] σε εορτές άλλης πόλης ή για [[λήψη]] χρησμού από [[μαντείο]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρευρίσκεται και μετέχει στις εορτές<br /><b>3.</b> [[πρέσβης]], [[απεσταλμένος]]<br /><b>4.</b> [[άρχων]] στη Μαντινεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θέᾱ</i> (<b>αττ. τ.</b>) ή <i>θέη</i> <b>ιων. τ.</b> <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>oρος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i>. (Η ύπαρξη <i>F</i> στο θ. του <i>ὁρῶ</i> [[είναι]] βέβαιη, δυσερμήνευτη όμως [[είναι]] η [[δασύτητα]], η οποία [[άλλοτε]] εμφανίζεται και [[άλλοτε]] όχι, όπως στην προκειμένη [[περίπτωση]]): <i>θεά</i>- (<i>F</i>)[[ορός]] ή <i>θεη</i>-(<i>F</i>)[[ορός]] > <i>θε</i>(<i>ε</i>)-<i>ωρός</i> με σίγηση του <i>F</i> και [[αντιμεταχώρηση]]. Ο παράλλ. τ. [[θεορός]] [[πρέπει]] να [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] το [[έφορος]]. Το κυριότερο [[πρόβλημα]] στην ανωτέρω [[ετυμολογία]] [[είναι]] ότι το α' συνθετικό <i>θέᾱ</i> του <i>θεα</i>-(<i>F</i>)[[ορός]] [[είναι]] [[καθαρά]] αττ. τ., [[οπότε]] οι τ. άλλων διαλέκτων που το εμφανίζουν, όπως λ.χ. ο δωρ. <i>θεᾱρός</i>, [[πρέπει]] να [[είναι]] δάνεια από την αττ. διάλεκτο. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι τύποι αυτοί δημιουργήθηκαν λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως του <i>α</i> συνθετικού με τη λ. [[θεός]]. Το [[γεγονός]] όμως ότι το [[λειτούργημα]] του θεωρού ήταν συνδεδεμένο με θρησκευτικο-διπλωματικά καθήκοντα και όχι με την [[έννοια]] του θεάματος οδήγησε στη [[διατύπωση]] και της αντίθετης άποψης. Κατ' αυτήν, [[θεωρός]] <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>-<i>ωρός</i> «αυτός που παρατηρεί τη [[θέληση]] του θεού» (<span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ωρός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁρῶ</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυρ</i>-<i>ωρός</i> «αυτός που παρατηρεί τη [[θύρα]]», [[σημασία]] που ταιριάζει στους απεσταλμένους τών [[πόλεων]] σε θρησκευτικές γιορτές. Επειδή όμως οι έννοιες της λ. [[θεωρός]] και τών παρ. λ. [[θεωρία]] και [[θεωρώ]] ήταν συνδεδεμένες με ταξίδια-αποστολές και τη [[γνωριμία]] ξένων τόπων, η παρετυμολογική [[σύνδεση]] δημιουργήθηκε με τη λ. <i>θέα</i>, που θεωρήθηκε α' συνθετικό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θεωρείο]], [[θεωρία]], [[θεωρικός]], [[θεώριος]], [[θεωρώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θεωρίς]], [[θεωροσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[θεωροδοκία]], [[θεωροδόκος]], [[θεωροδοκώ]]<br />(Β' συνθετικό) [[αρχιθέωρος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm