επαρκώ: Difference between revisions

No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(13)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπαρκῶ, -έω) [[αρκώ]]<br />[[είμαι]] [[αρκετός]], [[είμαι]] αρκετά [[ικανός]] σε [[κάτι]], [[αρκώ]], [[φθάνω]]<br />(«τα τρόφιμα δεν επαρκούν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκρούω]], [[αποτρέπω]], [[αποσοβώ]] [[κάτι]] («[[οὐδέ]] τι οἱ τὸ γ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. ή αιτ. προσ.) [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]] («ἐπήρκουν τοῑς δεομένοις τῶν [[φίλων]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[μεταδίδω]], [[προμηθεύω]] («πᾱσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν ἑαυτοῡ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εφοδιάζω]] με [[κάτι]].
|mltxt=(AM ἐπαρκῶ, -έω) [[αρκώ]]<br />[[είμαι]] [[αρκετός]], [[είμαι]] αρκετά [[ικανός]] σε [[κάτι]], [[αρκώ]], [[φθάνω]]<br />(«τα τρόφιμα δεν επαρκούν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αποκρούω]], [[αποτρέπω]], [[αποσοβώ]] [[κάτι]] («[[οὐδέ]] τι οἱ τὸ γ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ. ή αιτ. προσ.) [[βοηθώ]], [[υποστηρίζω]] («ἐπήρκουν τοῑς δεομένοις τῶν [[φίλων]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[μεταδίδω]], [[προμηθεύω]] («πᾱσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν ἑαυτοῦ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> [[εφοδιάζω]] με [[κάτι]].
}}
}}