επαρκώ

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426

Greek Monolingual

(AM ἐπαρκῶ, -έω) αρκώ
είμαι αρκετός, είμαι αρκετά ικανός σε κάτι, αρκώ, φθάνω
(«τα τρόφιμα δεν επαρκούν»)
αρχ.
1. αποκρούω, αποτρέπω, αποσοβώ κάτιοὐδέ τι οἱ τὸ γ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ. ή αιτ. προσ.) βοηθώ, υποστηρίζω («ἐπήρκουν τοῖς δεομένοις τῶν φίλων», Αριστοφ.)
3. χορηγώ, παρέχω, μεταδίδω, προμηθεύω («πᾶσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν ἑαυτοῦ», Ξεν.)
4. εφοδιάζω με κάτι.