οὐσία: Difference between revisions

No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
m (Text replacement - "(Beta Code)(.*?\n\|Definition.*?)(connexion)" to "\1\2connection")
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[οὐσία]], Α ιων. τ. οὐσίη, δωρ. τ. [[ἐσσία]] και [[ὠσία]])<br /><b>1.</b> η πραγματική [[υπόσταση]], η [[σύσταση]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) το [[είναι]], η ύπαρξη<br />β) η [[σταθερότητα]] που ενυπάρχει στα φαινόμενα η οποία αποτελεί την [[ταυτότητα]] ενός αντικειμένου [[προς]] τον εαυτό του, [[παρά]] την [[πολλαπλότητα]] τών μορφών του με το [[πέρασμα]] του χρόνου και τις αλλαγές που επέρχονται σε αυτό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατ' ουσίαν» — στην [[πραγματικότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσικό]] [[σώμα]], ύλη («εκρηκτική [[ουσία]]»)<br /><b>2.</b> η βαθύτερη [[έννοια]] («η [[ουσία]] του ζητήματος»)<br /><b>3.</b> η [[σπουδαιότητα]], η [[σοβαρότητα]] («[[λόγια]] [[χωρίς]] [[ουσία]]»)<br /><b>4.</b> η ιδιάζουσα ευάρεστη [[γεύση]], η [[νοστιμιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ οὐσίαι</i><br />βυζαντινά βοηθητικά πλοία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>εκκλ.</b> α) η ύπαρξη του Θεού<br />β) ο [[άρτος]] που απομένει [[μετά]] τη [[θεία]] [[ευχαριστία]]<br /><b>2.</b> η υλική [[αιτία]] («ἡ [[οὐσία]] [[αἰτία]] τοῡ [[εἶναι]] ἕκαστον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον, [[ιδιοκτησία]], [[περιουσία]] («ἀδίκως δημεύεσθαι τὴν οὐσίαν», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) η αληθινή [[φύση]] ενός πράγματος<br />β) η [[φύση]], το [[είδος]] ενός πράγματος («ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) το όντως [[είναι]], η [[πραγματικότητα]]<br /><b>3.</b> (ως λογ. [[κατηγορία]]) πρωταρχικό [[στοιχείο]] (α. «αἱ πρῶται οὐσίαι» — τα άτομα, <b>Αριστοτ.</b><br />β. «αἱ δεύτεραι οὐσίαι» — τα είδη και τα γένη, <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «ἡ μὲν ψυχὴ [[οὐσία]] ἡ πρώτη, τὸ δὲ [[σῶμα]] ὕλη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (στα [[μαθηματικά]]) [[κάθε]] αφηρημένη [[έννοια]] («μονὰς [[οὐσία]] [[ἄθετος]], στιγμὴ δὲ [[οὐσία]] [[θετός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> (στους Πυθαγορείους) η [[μονάδα]]<br /><b>6.</b> (στη [[μαγεία]]) υλικό [[αντικείμενο]] μέσω του οποίου γίνεται [[συνάφεια]] [[μεταξύ]] του υπερφυσικού μέσου και του προσώπου για το οποίο ζητείται να ενεργήσει το [[μέσο]] αυτό, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[τρίχα]]<br /><b>7.</b> [[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>8.</b> [[ακαθαρσία]] από τάφο<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[καθετί]] που ανθίσταται στη [[φωτιά]]<br />β) τα [[τέσσερα]] σώματα, [[χαλκός]], [[κασσίτερος]], [[μόλυβδος]] και [[σίδηρος]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «κυνοκεφάλου [[οὐσία]]» ἡ «κυνὸς [[οὐσία]]» — η [[κόπρος]]<br />β) «μικραὶ οὐσίαι» — τα άτομα της θεωρίας του Δημοκρίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οὐσία]] [[είναι]] το μοναδικό παράγωγο του ρήματος [[εἰμί]] και σχηματίστηκε από το θηλ. <i>οὖσα</i> της μτχ. <i>ὤν</i>, <i>ὄντος</i> με κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> [[γέρων]]: [[γερουσία]]). Η λ. χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην αττ. διάλ.].
|mltxt=η (ΑΜ [[οὐσία]], Α ιων. τ. οὐσίη, δωρ. τ. [[ἐσσία]] και [[ὠσία]])<br /><b>1.</b> η πραγματική [[υπόσταση]], η [[σύσταση]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) το [[είναι]], η ύπαρξη<br />β) η [[σταθερότητα]] που ενυπάρχει στα φαινόμενα η οποία αποτελεί την [[ταυτότητα]] ενός αντικειμένου [[προς]] τον εαυτό του, [[παρά]] την [[πολλαπλότητα]] τών μορφών του με το [[πέρασμα]] του χρόνου και τις αλλαγές που επέρχονται σε αυτό<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «κατ' ουσίαν» — στην [[πραγματικότητα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[φυσικό]] [[σώμα]], ύλη («εκρηκτική [[ουσία]]»)<br /><b>2.</b> η βαθύτερη [[έννοια]] («η [[ουσία]] του ζητήματος»)<br /><b>3.</b> η [[σπουδαιότητα]], η [[σοβαρότητα]] («[[λόγια]] [[χωρίς]] [[ουσία]]»)<br /><b>4.</b> η ιδιάζουσα ευάρεστη [[γεύση]], η [[νοστιμιά]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>αἱ οὐσίαι</i><br />βυζαντινά βοηθητικά πλοία<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>εκκλ.</b> α) η ύπαρξη του Θεού<br />β) ο [[άρτος]] που απομένει [[μετά]] τη [[θεία]] [[ευχαριστία]]<br /><b>2.</b> η υλική [[αιτία]] («ἡ [[οὐσία]] [[αἰτία]] τοῦ [[εἶναι]] ἕκαστον», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ό,τι ανήκει αποκλειστικά σε κάποιον, [[ιδιοκτησία]], [[περιουσία]] («ἀδίκως δημεύεσθαι τὴν οὐσίαν», Λυσ.)<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> α) η αληθινή [[φύση]] ενός πράγματος<br />β) η [[φύση]], το [[είδος]] ενός πράγματος («ψυχῆς οὐσίαν τε καὶ λόγον», <b>Πλάτ.</b>)<br />γ) το όντως [[είναι]], η [[πραγματικότητα]]<br /><b>3.</b> (ως λογ. [[κατηγορία]]) πρωταρχικό [[στοιχείο]] (α. «αἱ πρῶται οὐσίαι» — τα άτομα, <b>Αριστοτ.</b><br />β. «αἱ δεύτεραι οὐσίαι» — τα είδη και τα γένη, <b>Αριστοτ.</b><br />γ. «ἡ μὲν ψυχὴ [[οὐσία]] ἡ πρώτη, τὸ δὲ [[σῶμα]] ὕλη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (στα [[μαθηματικά]]) [[κάθε]] αφηρημένη [[έννοια]] («μονὰς [[οὐσία]] [[ἄθετος]], στιγμὴ δὲ [[οὐσία]] [[θετός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> (στους Πυθαγορείους) η [[μονάδα]]<br /><b>6.</b> (στη [[μαγεία]]) υλικό [[αντικείμενο]] μέσω του οποίου γίνεται [[συνάφεια]] [[μεταξύ]] του υπερφυσικού μέσου και του προσώπου για το οποίο ζητείται να ενεργήσει το [[μέσο]] αυτό, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[τρίχα]]<br /><b>7.</b> [[είδος]] εμπλάστρου<br /><b>8.</b> [[ακαθαρσία]] από τάφο<br /><b>9.</b> <b>στον πληθ.</b> α) [[καθετί]] που ανθίσταται στη [[φωτιά]]<br />β) τα [[τέσσερα]] σώματα, [[χαλκός]], [[κασσίτερος]], [[μόλυβδος]] και [[σίδηρος]]<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «κυνοκεφάλου [[οὐσία]]» ἡ «κυνὸς [[οὐσία]]» — η [[κόπρος]]<br />β) «μικραὶ οὐσίαι» — τα άτομα της θεωρίας του Δημοκρίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[οὐσία]] [[είναι]] το μοναδικό παράγωγο του ρήματος [[εἰμί]] και σχηματίστηκε από το θηλ. <i>οὖσα</i> της μτχ. <i>ὤν</i>, <i>ὄντος</i> με κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> [[γέρων]]: [[γερουσία]]). Η λ. χρησιμοποιήθηκε [[ευρέως]] στην αττ. διάλ.].
}}
}}
{{lsm
{{lsm