3,274,216
edits
(1b) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ, αιολ. τ. [[προβολλεύω]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μετχ. παθ. παρακμ.) [[προβεβουλευμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />προσχεδιασμένος, προμελετημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] ή [[αποφασίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα και για τη [[βουλή]]) [[κρίνω]] και [[αποφασίζω]] προκαταρκτικώς, [[αποφαίνομαι]] με [[προβούλευμα]] («ἡ βουλὴ ταῡτα προβεβούλευκε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τους άρχοντες, τους προβούλους) [[προτείνω]] [[ψήφισμα]], [[υποβάλλω]] [[απόφαση]] προκειμένου να επικυρωθεί από τη [[βουλή]] με [[ψηφοφορία]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[πρώτος]] στη [[βουλή]] και στην [[επιψήφιση]] τών προβουλευμάτων, έχω [[πρωτεύουσα]] ή βαρύνουσα [[γνώμη]] [[μέσα]] στη [[βουλή]]<br /><b>5.</b> [[προνοώ]] για το καλό κάποιου («καὶ κήδομαί σου καὶ [[προβουλεύω]] [[μόνος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προβουλεύομαι</i><br />α) [[συζητώ]], [[συσκέπτομαι]] [[πρώτος]] ή [[πριν]] από άλλον<br />β) [[επιτρέπω]] με [[προβούλευμα]]<br />γ) [[αποφασίζω]] για [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>7.</b> (ως απρόσ.) <i>προβεβούλευται</i> [[ὅπως]]<br />έχει αποφασισθεί με [[προβούλευμα]]<br />β. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ προβεβουλευμένον</i><br />[[βούλευμα]], [[απόφαση]] της ρωμαϊκής συγκλήτου, [[προβούλευμα]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προβουλεύω]] | |mltxt=ΝΑ, αιολ. τ. [[προβολλεύω]] Α<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η μετχ. παθ. παρακμ.) [[προβεβουλευμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />προσχεδιασμένος, προμελετημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σκέπτομαι]] ή [[αποφασίζω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> (στην Αθήνα και για τη [[βουλή]]) [[κρίνω]] και [[αποφασίζω]] προκαταρκτικώς, [[αποφαίνομαι]] με [[προβούλευμα]] («ἡ βουλὴ ταῡτα προβεβούλευκε», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τους άρχοντες, τους προβούλους) [[προτείνω]] [[ψήφισμα]], [[υποβάλλω]] [[απόφαση]] προκειμένου να επικυρωθεί από τη [[βουλή]] με [[ψηφοφορία]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[πρώτος]] στη [[βουλή]] και στην [[επιψήφιση]] τών προβουλευμάτων, έχω [[πρωτεύουσα]] ή βαρύνουσα [[γνώμη]] [[μέσα]] στη [[βουλή]]<br /><b>5.</b> [[προνοώ]] για το καλό κάποιου («καὶ κήδομαί σου καὶ [[προβουλεύω]] [[μόνος]]», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (μέσ. και παθ.) <i>προβουλεύομαι</i><br />α) [[συζητώ]], [[συσκέπτομαι]] [[πρώτος]] ή [[πριν]] από άλλον<br />β) [[επιτρέπω]] με [[προβούλευμα]]<br />γ) [[αποφασίζω]] για [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>7.</b> (ως απρόσ.) <i>προβεβούλευται</i> [[ὅπως]]<br />έχει αποφασισθεί με [[προβούλευμα]]<br />β. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὸ προβεβουλευμένον</i><br />[[βούλευμα]], [[απόφαση]] της ρωμαϊκής συγκλήτου, [[προβούλευμα]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[προβουλεύω]] τοῦ δήμου» — [[σκέπτομαι]], [[προνοώ]] [[υπέρ]] του δήμου ή [[πριν]] από τον δήμο<br />β) «μὴ προβουλεύσας» — [[χωρίς]] [[προμελέτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλεύω]]/[[βουλεύομαι]] «[[σκέπτομαι]], [[αποφασίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |