πίμπλημι: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - " . ." to "…")
mNo edit summary
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και πίπλημι και [[πίπλω]] και [[πιμπλάω]] και [[πιμπλέω]] και [[πιμπλάνομαι]], ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πληρώ]], [[γεμίζω]] με [[κάτι]] (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ' ἅπασαν ἔπλησε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] το [[στόμα]] μου ή την [[κοιλιά]] μου, [[χορταίνω]] («[[οὗτος]] μὲν οὐδ' αν τήν γνάθον πλήσειέ μου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>πίμπλαμαι</i><br />πληρούμαι, [[γεμίζω]] («ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για θηλ. ζώα) [[μένω]] [[έγκυος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>πί</i>-<i>μ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> με ενεστ. διπλασιασμό <i>πι</i>- και έρρινο [[ένθημα]] -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πί</i>-<i>μ</i>-<i>πρημι</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pl</i><i>ē</i>- / <i>pel</i><i>ә</i><sub>1</sub>- / <i>pel</i>- «[[πληρώ]],[[γεμίζω]]» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>prn</i><i>ā</i><i>ti</i>, αβεστ. <i>ham</i>-<i>p</i><i>ā</i>-<i>fr</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>ti</i> και τα λατ. <i>pleο</i> / <i>plenus</i>. Ο θεματ. αόρ. του ρ. [[πλῆτο]]—</i>που [[πρέπει]] να διακριθεί από τον αόρ. <i>πλήτο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ā</i>-) του [[πελάζω]]— συνδέεται με τον αντίστοιχο αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>pr</i><i>ā</i><i>t</i>, ενώ ο σιγματικός αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>ε</i> με τον αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>pr</i><i>ā</i><i>s</i>. Ο αιολ. τ. του γ' πληθ. <i>πίμπλεισι</i> και ο ιων. τ. μτχ. θηλ. <i>πιμπλεῖσαι</i> ανάγονται [[είτε]] σε θ. <i>pl</i><i>ē</i> [[είτε]] σε θ. <i>pl</i><i>ә</i><sub>1</sub>-. Οι τ. της [[μέσης]] φωνής με βραχύ -<i>α</i>-, <i>πίμπλαμαι</i>, <i>πίμπλαμεν</i> αποτελούν ελληνική [[καινοτομία]]. Το -<i>σ</i>- στον σχηματισμό του παθ. αορ. <i>ἐ</i>-<i>πλή</i>-<i>σ</i>-<i>θην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐμνήσθην</i>) οφείλεται σε αναλογική [[επέκταση]] από παθ. αορ. που είχαν στο θ. -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ζώννυμι]]: <i>ἐζώσθην</i>). Σε αναλογική [[επέκταση]] οφείλεται και το -<i>σ</i>- του παθ. παρακμ. <i>πέπλησμαι</i>. Οι ενεστ. τ. [[πιμπλάω]] και [[πιμπλέω]] αποτελούν θεματικές συνηρημένες μορφές του [[πίμπλημι]], ενώ ο ενεστ. [[πίπλω]] θεματική [[μορφή]] [[χωρίς]] έρρινο [[ένθημα]]. Από το ρ. [[πίμπλημι]] παράγονται τα επίθ. [[πλέως]] και [[πλήρης]], όπως και ο ενεστ. [[πλήθω]] και το ουσ. [[πλήθος]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], ανάγονται τα: [[πλείων]], [[πλήμνη]] και [[πολύς]]].
|mltxt=και πίπλημι και [[πίπλω]] και [[πιμπλάω]] και [[πιμπλέω]] και [[πιμπλάνομαι]], ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πληρώ]], [[γεμίζω]] με [[κάτι]] (α. «τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «δακρύοισι... Ἑλλάδ' ἅπασαν ἔπλησε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμίζω]] το [[στόμα]] μου ή την [[κοιλιά]] μου, [[χορταίνω]] («[[οὗτος]] μὲν οὐδ' αν τήν γνάθον πλήσειέ μου», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>παθ.</b> <i>πίμπλαμαι</i><br />πληρούμαι, [[γεμίζω]] («ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου», ΚΔ)<br /><b>2.</b> (για θηλ. ζώα) [[μένω]] [[έγκυος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>πί</i>-<i>μ</i>-<i>πλη</i>-<i>μι</i> με ενεστ. διπλασιασμό <i>πι</i>- και έρρινο [[ένθημα]] -<i>μ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>πί</i>-<i>μ</i>-<i>πρημι</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>pl</i><i>ē</i>- / <i>pel</i><i>ә</i><sub>1</sub>- / <i>pel</i>- «[[πληρώ]],[[γεμίζω]]» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>prn</i><i>ā</i><i>ti</i>, αβεστ. <i>ham</i>-<i>p</i><i>ā</i>-<i>fr</i><i>ā</i><i>i</i>-<i>ti</i> και τα λατ. <i>pleο</i> / <i>plenus</i>. Ο θεματ. αόρ. του ρ. [[πλῆτο]]—</i>που [[πρέπει]] να διακριθεί από τον αόρ. <i>πλήτο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>pl</i><i>ā</i>-) του [[πελάζω]]— συνδέεται με τον αντίστοιχο αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>pr</i><i>ā</i><i>t</i>, ενώ ο σιγματικός αόρ. <i>ἔ</i>-<i>πλησ</i>-<i>ε</i> με τον αρχ. ινδ. <i>a</i>-<i>pr</i><i>ā</i><i>s</i>. Ο αιολ. τ. του γ' πληθ. <i>πίμπλεισι</i> και ο ιων. τ. μτχ. θηλ. <i>πιμπλεῖσαι</i> ανάγονται [[είτε]] σε θ. <i>pl</i><i>ē</i> [[είτε]] σε θ. <i>pl</i><i>ә</i><sub>1</sub>-. Οι τ. της [[μέσης]] φωνής με βραχύ -<i>α</i>-, <i>πίμπλαμαι</i>, <i>πίμπλαμεν</i> αποτελούν ελληνική [[καινοτομία]]. Το -<i>σ</i>- στον σχηματισμό του παθ. αορ. <i>ἐ</i>-<i>πλή</i>-<i>σ</i>-<i>θην</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἐμνήσθην</i>) οφείλεται σε αναλογική [[επέκταση]] από παθ. αορ. που είχαν στο θ. -<i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[ζώννυμι]]: <i>ἐζώσθην</i>). Σε αναλογική [[επέκταση]] οφείλεται και το -<i>σ</i>- του παθ. παρακμ. <i>πέπλησμαι</i>. Οι ενεστ. τ. [[πιμπλάω]] και [[πιμπλέω]] αποτελούν θεματικές συνηρημένες μορφές του [[πίμπλημι]], ενώ ο ενεστ. [[πίπλω]] θεματική [[μορφή]] [[χωρίς]] έρρινο [[ένθημα]]. Από το ρ. [[πίμπλημι]] παράγονται τα επίθ. [[πλέως]] και [[πλήρης]], όπως και ο ενεστ. [[πλήθω]] και το ουσ. [[πλήθος]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]], [[τέλος]], ανάγονται τα: [[πλείων]], [[πλήμνη]] και [[πολύς]]].<br />'''Σύνθετα''': [[ἀναπίμπλημι]], [[ἀποπίμπλημι]], [[διαπίμπλημι]], [[ἐκπίμπλημι]], [[ἐμπίμπλημι]], [[ἐπιπίμπλημι]], [[καταπίμπλημι]], [[παραπίμπλημι]], [[περιπίμπλαμαι]], [[ὑπερπίμπλημι]], [[ὑποπίμπλημι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πίμπλημι:''' στον ενεστ. και παρατ. σχηματίζεται όπως το [[ἵστημι]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>πίμπλῃσι</i>· προστ. <i>πίμπλα</i> ή <i>πίπλη</i>, παρατ. γʹ πληθ. <i>ἐπίμπλασαν</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το [[πλήθω]] (το οποιο στον ενεστ. και παρατ. είναι αμτβ., βλ. [[πλήθω]])· μέλ. <i>πλήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλησα]], Επικ. <i>πλῆσα</i>· παρακ. <i>πέπληκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπλησάμην</i>, Παθ. μέλ. [[πλησθήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλήσθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[πλῆσθεν]]· παρακ. <i>πέπλησμαι</i>· [[εκτός]] από αυτούς τους χρόνους, υπήρχε και ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐπλήμην]], Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. [[πλῆτο]], [[πλῆντο]]· πρβλ. [[ἐμπίπλημι]] (από √<i>ΠΛΕ</i> ή <i>ΠΛΑ</i>).<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., [[γεμίζω]] από [[κάτι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπληρώνω]], [[γεμίζω]], [[συμπληρώνω]], [[συμπληρώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρώ]] [[θέση]], [[κατέχω]] [[αξίωμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ή για ό,τι ανήκει σε μένα, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο, [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ένα [[ποτήρι]] [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· πλήσασθαι [[νῆας]], φόρτωσαν τα πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· <i>θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος</i>, [[παραχορταίνω]], [[υπερκαλύπτω]] την [[επιθυμία]] κάποιου για [[φαγητό]] και ποτό, στο ίδ.· <i>[[πεδία]] πίμπλασθ' ἁρμάτων</i>, η [[πεδιάδα]] είναι εντελώς γεμάτη με τα άρματά σας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., πληρούμαι, [[γίνομαι]] ή είμαι [[γεμάτος]] από, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> έχω αρκετό από κάποιο [[πράγμα]], <i>πλησθῆναι αἱμάτων</i>, σε Σοφ.· <i>ἡδονῶν</i>, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με δοτ., δάκρυσι [[πλησθείς]], σε Θουκ.
|lsmtext='''πίμπλημι:''' στον ενεστ. και παρατ. σχηματίζεται όπως το [[ἵστημι]]· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. <i>πίμπλῃσι</i>· προστ. <i>πίμπλα</i> ή <i>πίπλη</i>, παρατ. γʹ πληθ. <i>ἐπίμπλασαν</i>· οι υπόλοιποι χρόνοι σχηματίζονται από το [[πλήθω]] (το οποιο στον ενεστ. και παρατ. είναι αμτβ., βλ. [[πλήθω]])· μέλ. <i>πλήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλησα]], Επικ. <i>πλῆσα</i>· παρακ. <i>πέπληκα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐπλησάμην</i>, Παθ. μέλ. [[πλησθήσομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλήσθην]], Επικ. γʹ πληθ. [[πλῆσθεν]]· παρακ. <i>πέπλησμαι</i>· [[εκτός]] από αυτούς τους χρόνους, υπήρχε και ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐπλήμην]], Επικ. γʹ ενικ. και πληθ. [[πλῆτο]], [[πλῆντο]]· πρβλ. [[ἐμπίπλημι]] (από √<i>ΠΛΕ</i> ή <i>ΠΛΑ</i>).<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γεμίζω]] εντελώς με [[κάτι]], με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ., [[γεμίζω]] από [[κάτι]], σε Ευρ.· απόλ., [[συμπληρώνω]], [[γεμίζω]], [[συμπληρώνω]], [[συμπληρώνω]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> [[πληρώ]] [[θέση]], [[κατέχω]] [[αξίωμα]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ή για ό,τι ανήκει σε μένα, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο, [[γεμίζω]] για τον εαυτό μου ένα [[ποτήρι]] [[κρασί]], σε Ομήρ. Ιλ.· πλήσασθαι [[νῆας]], φόρτωσαν τα πλοία, σε Ομήρ. Οδ.· <i>θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος</i>, [[παραχορταίνω]], [[υπερκαλύπτω]] την [[επιθυμία]] κάποιου για [[φαγητό]] και ποτό, στο ίδ.· <i>[[πεδία]] πίμπλασθ' ἁρμάτων</i>, η [[πεδιάδα]] είναι εντελώς γεμάτη με τα άρματά σας, σε Ευρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> Παθ., πληρούμαι, [[γίνομαι]] ή είμαι [[γεμάτος]] από, με γεν., σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> έχω αρκετό από κάποιο [[πράγμα]], <i>πλησθῆναι αἱμάτων</i>, σε Σοφ.· <i>ἡδονῶν</i>, σε Πλάτ.· [[σπανίως]] με δοτ., δάκρυσι [[πλησθείς]], σε Θουκ.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πίμπλημι [~ πλήρης, ~ πλέως] naast them. praes. πλήθω en πιμπλάνομαι; Aeol. praes. 3 plur. πίμπλεισιν, Ion. med. 3 plur. them. πιμπλῶνται, imperf. 3 plur. ἐπίμπλασαν, ep. med. 3 plur. πίμπλαντο, ep. conj. 3 plur. πιμπλῇσι, imperat. πίμπλη, them. πίμπλᾱ, ptc. πιμπλάς, f. plur. πιμπλεῖσαι;\n aor. ἔπλησα, med. ἐπλησάμην (met acc. ), ook athem. ἐπλήμην ( intrans. ),\n ep. 3 sing. πλῆτο, plur. πλῆντο, ptc. πλήσας, med. πλησάμενος; aor. pass. ἐπλήσθην, ep. 3 plur. πλῆσθεν; perf. πέπληκα, med.-pass. πέπλησμαι, Ion. med.-pass. 3 plur. πέπληνται en πεπλήαται,\n zonder redupl. πλῆνται, plqperf. med.-pass. (ἐ)πεπλήσμην; fut. πλήσω,\n zelden med. πλήσομαι act. vullen (met): met gen..; τράπεζαν ἀμβροσίης de tafel met ambrozijn Od. 5.93; zelden met dat..; ἰαχῇ ὁδούς de wegen met geschreeuw Il. 16.374; ook med..; πλησάμενος δ ’ οἴνοιο δέπας na zijn beker met wijn te hebben gevuld Il. 9.224; πλησάμενος θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος zijn buik met eten en drinken gevuld hebbend Od. 17.603; overdr.. ἀμφοτέρω... πλῆσεν μένεος hij vervulde hen beiden met strijdlust Il. 13.60. pass. zich vullen (met), vol raken (van): met gen..; πλῆντο... δόμοι ἀνδρῶν ἀγρομένων de kamers vulden zich met mannen die bijeenkwamen Od. 8.57; met dat..; τὼ δέ οἱ ὄσσε δακρυόφι πλῆσθεν zijn beide ogen vulden zich met tranen Il. 17.696; genoeg krijgen van:; ὅταν δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ wanneer jij genoeg hebt van de steeds aanwezige ziekte Soph. Ph. 520; in vervulling gaan:; πλησθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα dat alles wat is geschreven, in vervulling gaat NT Luc. 21.22; verlopen:. ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι de dagen liepen ten einde NT Luc. 1.23.
|elnltext=πίμπλημι [~ πλήρης, ~ πλέως] naast them. praes. πλήθω en πιμπλάνομαι; Aeol. praes. 3 plur. πίμπλεισιν, Ion. med. 3 plur. them. πιμπλῶνται, imperf. 3 plur. ἐπίμπλασαν, ep. med. 3 plur. πίμπλαντο, ep. conj. 3 plur. πιμπλῇσι, imperat. πίμπλη, them. πίμπλᾱ, ptc. πιμπλάς, f. plur. πιμπλεῖσαι;\n aor. ἔπλησα, med. ἐπλησάμην (met acc. ), ook athem. ἐπλήμην ( intrans. ),\n ep. 3 sing. πλῆτο, plur. πλῆντο, ptc. πλήσας, med. πλησάμενος; aor. pass. ἐπλήσθην, ep. 3 plur. πλῆσθεν; perf. πέπληκα, med.-pass. πέπλησμαι, Ion. med.-pass. 3 plur. πέπληνται en πεπλήαται,\n zonder redupl. πλῆνται, plqperf. med.-pass. (ἐ)πεπλήσμην; fut. πλήσω,\n zelden med. πλήσομαι act. vullen (met): met gen..; τράπεζαν ἀμβροσίης de tafel met ambrozijn Od. 5.93; zelden met dat..; ἰαχῇ ὁδούς de wegen met geschreeuw Il. 16.374; ook med..; πλησάμενος δ ’ οἴνοιο δέπας na zijn beker met wijn te hebben gevuld Il. 9.224; πλησάμενος θυμὸν ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος zijn buik met eten en drinken gevuld hebbend Od. 17.603; overdr.. ἀμφοτέρω... πλῆσεν μένεος hij vervulde hen beiden met strijdlust Il. 13.60. pass. zich vullen (met), vol raken (van): met gen..; πλῆντο... δόμοι ἀνδρῶν ἀγρομένων de kamers vulden zich met mannen die bijeenkwamen Od. 8.57; met dat..; τὼ δέ οἱ ὄσσε δακρυόφι πλῆσθεν zijn beide ogen vulden zich met tranen Il. 17.696; genoeg krijgen van:; ὅταν δὲ πλησθῇς τῆς νόσου ξυνουσίᾳ wanneer jij genoeg hebt van de steeds aanwezige ziekte Soph. Ph. 520; in vervulling gaan:; πλησθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα dat alles wat is geschreven, in vervulling gaat NT Luc. 21.22; verlopen:. ἐπλήσθησαν αἱ ἡμέραι de dagen liepen ten einde NT Luc. 1.23.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=-αμαι<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to fill, to make full</b>, intr. <b class="b2">to fill oneself, to become or be full</b> (Il.).<br />Other forms: <b class="b3">-άνεται</b> 3. sg. (I 679), rare <b class="b3">-άω</b>, <b class="b3">-έω</b> (Hp.), also <b class="b3">πλήθω</b> (intr., late also tr.; ep. poet. Il.). Aor. <b class="b3">πλῆ-σαι</b>, <b class="b3">-σασθαι</b>, <b class="b3">-σθῆναι</b>, (Il.), intr. <b class="b3">πλῆ-το</b>, <b class="b3">-ντο</b> (ep.), <b class="b3">ἐν-έπλητο</b> etc. (Att.), fut. <b class="b3">πλή-σω</b>, <b class="b3">-σομαι</b> (Od.), <b class="b3">-σθήσομαι</b> (Att.), perf. midd. <b class="b3">πέπλησμαι</b> (IA.), act. <b class="b3">πέπληκα</b> (Att.), intr. <b class="b3">πέπληθα</b> (poet.).<br />Compounds: Very often w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀνα-(συν-ανα-</b>, <b class="b3">προσ-ανα-</b> a.o.), <b class="b3">ἐν-</b> (<b class="b3">ἀντ-εν-</b>, <b class="b3">παρ-εν-</b> a.o.). As 1. member in some governing compp., e.g. <b class="b3">πλησίστιος</b> <b class="b2">filling the sail</b> (Od., E.), <b class="b2">with full sails</b> (Ph., Plu.).<br />Derivatives: 1. <b class="b3">πλέως</b> (also w. <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b> a.o. to <b class="b3">ἐμ-πίμπλημι</b> etc.), Ion. <b class="b3">πλέος</b>, ep. <b class="b3">πλεῖος</b> = <b class="b3">*πλῆος</b>, ntr. <b class="b3">πλέον</b> [[full]] (Il.). On the comp. <b class="b3">πλείων</b> with sup. <b class="b3">πλεῖστος</b> s. esp. -- 2. <b class="b3">πλή-μη</b> f. <b class="b2">high tide, flood</b> (Plb., Str. a.o.), <b class="b3">-σμη</b> f. <b class="b2">id.</b> (Hes. Fr. 217), <b class="b3">-μα πλήρωμα</b> H., <b class="b3">-σμα</b> n. [[fertilisation]] (Arist.); <b class="b3">-σμιος</b> <b class="b2">saturating, causing tedium</b> (Epicur., medic.); <b class="b3">-σμονή</b> f. <b class="b2">fullness, congestion, (over)saturation</b> (IA.; Schwyzer 524, Chantraine Form. 207) with <b class="b3">-σμονώδης</b> (Hp., Gal.), <b class="b3">-σμονικός</b> (Pythag. Ep.) <b class="b2">(over)saturating</b>. On [[πλήμνη]] s. v. -- 3. <b class="b3">πλή-ρης</b> [[full]] (IA.); as 1. member e.g. <b class="b3">πληρο-φορέω</b> <b class="b2"> fulfill</b> (Ctes., LXX, NT, pap.); <b class="b3">πληρό-της</b> f. [[fullness]] (Plu.), <b class="b3">πληρ-όω</b>, very often w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">συν-</b>, <b class="b2">to make full, to (ful)fill, to finish, to pay fully</b> (IA.) with <b class="b3">-ωμα</b> (<b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">συν-</b> a.o.) n. <b class="b2">filling, filling piece, full number, full payment, (full) crew</b> (IA.), <b class="b3">-ωσις</b> (<b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b> u.a.) f. [[accomplishment]], [[complement]], [[satisfaction]] (IA.; Holt Les noms d'action en <b class="b3">-σις</b> 128), <b class="b3">-ωτής</b> (<b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἀπο-</b>) m. [[finisher]], [[executor]], [[collector]] (Att.), <b class="b3">-ωτικός</b> (<b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">συν-</b> a.o.) [[fulfilling]], [[completing]] (Epicur., medic. a. o.). -- 4. <b class="b3">πλῆ-θος</b> n. <b class="b2">fulness, mass (of people), herd</b> (Il., Dor., Arc.); often as 2. member, e.g. <b class="b3">παμ-πληθής</b> <b class="b2">consisting of a whole mass, very numerous</b> (Att.); <b class="b3">-θα</b> f. <b class="b2">id.</b> (Locr., Boeot.); <b class="b3">-θύς</b>, <b class="b3">-θύος</b> f. <b class="b2">id.</b> (Ion. Cret. Locr. hell.; Bechtel Dial. 2, 791f., also Ruijgh L'élém. ach. 110 against Leumann Hom. Wörter 294 f.) with <b class="b3">-θύω</b> <b class="b2">to be full, to become full, increase</b>, <b class="b3">-θύνομαι</b>, <b class="b3">-θύνω</b> <b class="b2">to belong to the mass, to agree with it, to augment oneself; to make full, to augment</b> (A., Arist., LXX, NT); from it <b class="b3">-θυσμός</b> m. [[increase]] (Procl., Simp.), <b class="b3">-θυντικός</b> [[plural]] (Gramm. a.o.); 5. <b class="b3">πληθ-ώρα</b>, Ion. <b class="b3">-η</b> f. [[fulness]], rnedic. <b class="b2">plethora, full-blooded</b> (Ion. hell.; on the secondary barytonesis Wackernagel-Debrunner Phil. 95, 181 f.) with <b class="b3">-ωριάω</b> <b class="b2">suffer from p.</b>. <b class="b3">-ωρικός</b> [[plethoric]] (Gal.), <b class="b3">-ωρέω</b> <b class="b2">to be full</b> (Suid.).<br />Origin: IE [Indo-European] [799] <b class="b2">*pleh₁-</b> [[fill]]<br />Etymology: The sigmatic aorist 3. sg. <b class="b3">ἔ-πλησ-ε</b> is (except for the <b class="b3">-ε</b>) identical with Skt. <b class="b2">-prās</b>: IE <b class="b2">*-pleh₁s-t</b>; with 1. pl. pres. <b class="b3">πίμ-πλα-μεν</b> agrees also, setting aside the secondary nasalisation of the present, Skt. <b class="b2">pi-pr̥-más</b> : IE <b class="b2">*pi-pl̥-mé(s</b>). Also 3. sg. <b class="b3">πίμ-πλη-σι</b> has a non-Gr. agreement, in Av. <b class="b2">ham-pā-frāi-ti</b> <b class="b2">fills up</b> over against Skt. <b class="b2">pí-par-ti</b> from IE <b class="b2">*pi-pel-ti</b>. Both in Greek and in Iran. came in sing. the langvocalic full grade <b class="b2">plē-</b> after other forms (e.g. the aor. <b class="b2">*-plēs-</b>) for the prob. older Skt. <b class="b2">pí-par-ti</b>. After the pattern of <b class="b3">τίθημι</b> : <b class="b3">τίθεμεν</b> one made sometimes forms like ptc. pl. f. <b class="b3">πιμπλεῖσαι</b> (Hes.: <b class="b3">τιθεῖσαι</b>). With <b class="b3">πέ-πλη-θ-α</b> cf. still Skt. <b class="b2">pa-prā́</b>[[[u]]] (on <b class="b3">θ</b> below). -- The <b class="b2">r-</b>suffix in <b class="b3">πλή-ρης</b> (for older <b class="b3">*πλη-ρο-ς</b>? Schwyzer 513) is both in Arm. <b class="b2">li-r</b> [[fullness]] (from <b class="b2">*plē-r-i-</b>) and in Lat. <b class="b2">plē-rus</b> <b class="b2">for the greater part</b>, <b class="b2">plērī-que</b> [[most]] (s. W.-Hofmann s. v.) attested. Also <b class="b3">πλέως</b> from <b class="b3">*πλῆος</b> (= Hom. <b class="b3">πλεῖος</b>), <b class="b3">*πλη-(ι)ος</b> can be equated with Arm. [[li]] [[full]] (better then [[li]] from <b class="b2">*plē-tos</b> = Lat. <b class="b2">-plētus</b> a.o.). The <b class="b2">m-</b>suffix in <b class="b3">πλή-μη</b>, <b class="b3">-μα</b> seems also in Lat. <b class="b2">plēminābantur replēbantur</b> (Gloss.; from <b class="b2">*plēmen</b> = <b class="b3">πλῆμα</b>) to be represented. -- Like <b class="b3">πλῆ-θος</b> : <b class="b3">πλή-θω</b>, <b class="b3">πέ-πλη-θα</b> also <b class="b3">βρῖ-θος</b> : <b class="b3">βρί-θω</b> : <b class="b3">βέ-βρι-θα</b> (s. v. and Schwyzer 511 a. 703); with <b class="b3">πλῆθος</b>, <b class="b3">-θύς</b> (on which Schwyzer 463f. and Frisk Eranos 43, 221) one compares Lat. [[plēbēs]] from IE <b class="b2">*plēdhu̯ēs</b> (cf. W.-Hofmann s. v.); well-argued doubts in Ernout-Meillet s. v. -- Further details w. rich lit. in WP. 2, 63f., Pok. 799f., W.-Hofmann s. [[pleō]], Mayrhofer s. <b class="b2">píparti</b>1; older lit. also in Bq. On the Greek form still Schwyzer 689. -- Cf. [[πολύς]], [[πλείων]], [[πλήμνη]].
|etymtx=-αμαι<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">to fill, to make full</b>, intr. <b class="b2">to fill oneself, to become or be full</b> (Il.).<br />Other forms: <b class="b3">-άνεται</b> 3. sg. (I 679), rare <b class="b3">-άω</b>, <b class="b3">-έω</b> (Hp.), also <b class="b3">πλήθω</b> (intr., late also tr.; ep. poet. Il.). Aor. <b class="b3">πλῆ-σαι</b>, <b class="b3">-σασθαι</b>, <b class="b3">-σθῆναι</b>, (Il.), intr. <b class="b3">πλῆ-το</b>, <b class="b3">-ντο</b> (ep.), <b class="b3">ἐν-έπλητο</b> etc. (Att.), fut. <b class="b3">πλή-σω</b>, <b class="b3">-σομαι</b> (Od.), <b class="b3">-σθήσομαι</b> (Att.), perf. midd. <b class="b3">πέπλησμαι</b> (IA.), act. <b class="b3">πέπληκα</b> (Att.), intr. <b class="b3">πέπληθα</b> (poet.).<br />Compounds: Very often w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀνα-(συν-ανα-</b>, <b class="b3">προσ-ανα-</b> a.o.), <b class="b3">ἐν-</b> (<b class="b3">ἀντ-εν-</b>, <b class="b3">παρ-εν-</b> a.o.). As 1. member in some governing compp., e.g. <b class="b3">πλησίστιος</b> <b class="b2">filling the sail</b> (Od., E.), <b class="b2">with full sails</b> (Ph., Plu.).<br />Derivatives: 1. <b class="b3">πλέως</b> (also w. <b class="b3">ἐν-</b>, <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b> a.o. to <b class="b3">ἐμ-πίμπλημι</b> etc.), Ion. <b class="b3">πλέος</b>, ep. <b class="b3">πλεῖος</b> = <b class="b3">*πλῆος</b>, ntr. <b class="b3">πλέον</b> [[full]] (Il.). On the comp. <b class="b3">πλείων</b> with sup. <b class="b3">πλεῖστος</b> s. esp. -- 2. <b class="b3">πλή-μη</b> f. <b class="b2">high tide, flood</b> (Plb., Str. a.o.), <b class="b3">-σμη</b> f. <b class="b2">id.</b> (Hes. Fr. 217), <b class="b3">-μα πλήρωμα</b> H., <b class="b3">-σμα</b> n. [[fertilisation]] (Arist.); <b class="b3">-σμιος</b> <b class="b2">saturating, causing tedium</b> (Epicur., medic.); <b class="b3">-σμονή</b> f. <b class="b2">fullness, congestion, (over)saturation</b> (IA.; Schwyzer 524, Chantraine Form. 207) with <b class="b3">-σμονώδης</b> (Hp., Gal.), <b class="b3">-σμονικός</b> (Pythag. Ep.) <b class="b2">(over)saturating</b>. On [[πλήμνη]] s. v. -- 3. <b class="b3">πλή-ρης</b> [[full]] (IA.); as 1. member e.g. <b class="b3">πληρο-φορέω</b> <b class="b2"> fulfill</b> (Ctes., LXX, NT, pap.); <b class="b3">πληρό-της</b> f. [[fullness]] (Plu.), <b class="b3">πληρ-όω</b>, very often w. prefix, e.g. <b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἀπο-</b>, <b class="b3">συν-</b>, <b class="b2">to make full, to (ful)fill, to finish, to pay fully</b> (IA.) with <b class="b3">-ωμα</b> (<b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">συν-</b> a.o.) n. <b class="b2">filling, filling piece, full number, full payment, (full) crew</b> (IA.), <b class="b3">-ωσις</b> (<b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">ἐκ-</b> u.a.) f. [[accomplishment]], [[complement]], [[satisfaction]] (IA.; Holt Les noms d'action en <b class="b3">-σις</b> 128), <b class="b3">-ωτής</b> (<b class="b3">ἐκ-</b>, <b class="b3">ἀπο-</b>) m. [[finisher]], [[executor]], [[collector]] (Att.), <b class="b3">-ωτικός</b> (<b class="b3">ἀνα-</b>, <b class="b3">συν-</b> a.o.) [[fulfilling]], [[completing]] (Epicur., medic. a. o.). -- 4. <b class="b3">πλῆ-θος</b> n. <b class="b2">fulness, mass (of people), herd</b> (Il., Dor., Arc.); often as 2. member, e.g. <b class="b3">παμ-πληθής</b> <b class="b2">consisting of a whole mass, very numerous</b> (Att.); <b class="b3">-θα</b> f. <b class="b2">id.</b> (Locr., Boeot.); <b class="b3">-θύς</b>, <b class="b3">-θύος</b> f. <b class="b2">id.</b> (Ion. Cret. Locr. hell.; Bechtel Dial. 2, 791f., also Ruijgh L'élém. ach. 110 against Leumann Hom. Wörter 294 f.) with <b class="b3">-θύω</b> <b class="b2">to be full, to become full, increase</b>, <b class="b3">-θύνομαι</b>, <b class="b3">-θύνω</b> <b class="b2">to belong to the mass, to agree with it, to augment oneself; to make full, to augment</b> (A., Arist., LXX, NT); from it <b class="b3">-θυσμός</b> m. [[increase]] (Procl., Simp.), <b class="b3">-θυντικός</b> [[plural]] (Gramm. a.o.); 5. <b class="b3">πληθ-ώρα</b>, Ion. <b class="b3">-η</b> f. [[fulness]], rnedic. <b class="b2">plethora, full-blooded</b> (Ion. hell.; on the secondary barytonesis Wackernagel-Debrunner Phil. 95, 181 f.) with <b class="b3">-ωριάω</b> <b class="b2">suffer from p.</b>. <b class="b3">-ωρικός</b> [[plethoric]] (Gal.), <b class="b3">-ωρέω</b> <b class="b2">to be full</b> (Suid.).<br />Origin: IE [Indo-European] [799] <b class="b2">*pleh₁-</b> [[fill]]<br />Etymology: The sigmatic aorist 3. sg. <b class="b3">ἔ-πλησ-ε</b> is (except for the <b class="b3">-ε</b>) identical with Skt. <b class="b2">á-prās</b>: IE <b class="b2">*é-pleh₁s-t</b>; with 1. pl. pres. <b class="b3">πίμ-πλα-μεν</b> agrees also, setting aside the secondary nasalisation of the present, Skt. <b class="b2">pi-pr̥-más</b> : IE <b class="b2">*pi-pl̥-(s</b>). Also 3. sg. <b class="b3">πίμ-πλη-σι</b> has a non-Gr. agreement, in Av. <b class="b2">ham-pā-frāi-ti</b> <b class="b2">fills up</b> over against Skt. <b class="b2">-par-ti</b> from IE <b class="b2">*pi-pel-ti</b>. Both in Greek and in Iran. came in sing. the langvocalic full grade <b class="b2">plē-</b> after other forms (e.g. the aor. <b class="b2">*é-plēs-</b>) for the prob. older Skt. <b class="b2">-par-ti</b>. After the pattern of <b class="b3">τίθημι</b> : <b class="b3">τίθεμεν</b> one made sometimes forms like ptc. pl. f. <b class="b3">πιμπλεῖσαι</b> (Hes.: <b class="b3">τιθεῖσαι</b>). With <b class="b3">πέ-πλη-θ-α</b> cf. still Skt. <b class="b2">pa-prā́</b>[[[u]]] (on <b class="b3">θ</b> below). -- The <b class="b2">r-</b>suffix in <b class="b3">πλή-ρης</b> (for older <b class="b3">*πλη-ρο-ς</b>? Schwyzer 513) is both in Arm. <b class="b2">li-r</b> [[fullness]] (from <b class="b2">*plē-r-i-</b>) and in Lat. <b class="b2">plē-rus</b> <b class="b2">for the greater part</b>, <b class="b2">plērī-que</b> [[most]] (s. W.-Hofmann s. v.) attested. Also <b class="b3">πλέως</b> from <b class="b3">*πλῆος</b> (= Hom. <b class="b3">πλεῖος</b>), <b class="b3">*πλη-(ι)ος</b> can be equated with Arm. [[li]] [[full]] (better then [[li]] from <b class="b2">*plē-tos</b> = Lat. <b class="b2">-plētus</b> a.o.). The <b class="b2">m-</b>suffix in <b class="b3">πλή-μη</b>, <b class="b3">-μα</b> seems also in Lat. <b class="b2">plēminābantur replēbantur</b> (Gloss.; from <b class="b2">*plēmen</b> = <b class="b3">πλῆμα</b>) to be represented. -- Like <b class="b3">πλῆ-θος</b> : <b class="b3">πλή-θω</b>, <b class="b3">πέ-πλη-θα</b> also <b class="b3">βρῖ-θος</b> : <b class="b3">βρί-θω</b> : <b class="b3">βέ-βρι-θα</b> (s. v. and Schwyzer 511 a. 703); with <b class="b3">πλῆθος</b>, <b class="b3">-θύς</b> (on which Schwyzer 463f. and Frisk Eranos 43, 221) one compares Lat. [[plēbēs]] from IE <b class="b2">*plēdhu̯ēs</b> (cf. W.-Hofmann s. v.); well-argued doubts in Ernout-Meillet s. v. -- Further details w. rich lit. in WP. 2, 63f., Pok. 799f., W.-Hofmann s. [[pleō]], Mayrhofer s. <b class="b2">píparti</b>1; older lit. also in Bq. On the Greek form still Schwyzer 689. -- Cf. [[πολύς]], [[πλείων]], [[πλήμνη]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐμπίπλημι]] [From Root πλε or πλα] [in pres. and impf. formed like [[ἵστημι]] [[other]] tenses formed from]<br /><b class="num">I.</b> to [[fill]] [[full]] of a [[thing]], c. gen., Hom., etc.: c. dat. to [[fill]] with a [[thing]], Eur.:—absol. to [[fill]] up, to [[fill]], Il., [[attic]]<br /><b class="num">2.</b> to [[fill]], [[discharge]] an [[office]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[fill]] for [[oneself]], or [[what]] is one's own, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο to [[fill]] [[oneself]] a cup of [[wine]], Il.; πλ. [[νῆας]] to get ships laden, Od.; θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος to [[satiate]] one's [[desire]] with [[meat]] and [[drink]], Od.; πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων [[fill]] the [[plain]] [[full]] of [[your]] chariots, Eur.<br /><b class="num">III.</b> Pass. to be [[filled]], [[become]] or be [[full]] of, c. gen., Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> to [[have]] [[enough]] of a [[thing]], πλησθῆναι αἱμάτων Soph.; ἡδονῶν Plat.; —[[rarely]] c. dat., δάκρυσι [[πλησθείς]] Thuc.
|mdlsjtxt=[[ἐμπίπλημι]] [From Root πλε or πλα] [in pres. and impf. formed like [[ἵστημι]] [[other]] tenses formed from]<br /><b class="num">I.</b> to [[fill]] [[full]] of a [[thing]], c. gen., Hom., etc.: c. dat. to [[fill]] with a [[thing]], Eur.:—absol. to [[fill]] up, to [[fill]], Il., [[attic]]<br /><b class="num">2.</b> to [[fill]], [[discharge]] an [[office]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[fill]] for [[oneself]], or [[what]] is one's own, πλήσασθαι [[δέπας]] οἴνοιο to [[fill]] [[oneself]] a cup of [[wine]], Il.; πλ. [[νῆας]] to get ships laden, Od.; θυμὸν πλήσασθαι ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος to [[satiate]] one's [[desire]] with [[meat]] and [[drink]], Od.; πεδία πίμπλασθ' ἁρμάτων [[fill]] the [[plain]] [[full]] of [[your]] chariots, Eur.<br /><b class="num">III.</b> Pass. to be [[filled]], [[become]] or be [[full]] of, c. gen., Hom., etc.<br /><b class="num">2.</b> to [[have]] [[enough]] of a [[thing]], πλησθῆναι αἱμάτων Soph.; ἡδονῶν Plat.; —[[rarely]] c. dat., δάκρυσι [[πλησθείς]] Thuc.
}}
}}