κορέννυμι: Difference between revisions

1b
mNo edit summary
(1b)
Line 42: Line 42:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑM [[κορεννύω]], Α και [[κορέννυμι]] και [[κορέω]] και [[κορέσκω]] [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.])<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] όσο το δυνατό περισσότερο, [[υπερπληρώ]] «κορέσαι [[στόμα]]... ἐμᾱς σαρκός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον το [[αίσθημα]] του χορτασμού ή [[χορταίνω]] ο [[ίδιος]] (α. «κορέεις [[κύνας]] ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι», <b>Ομ. Ιλ.</b> β. «ἐκορέσσατο φορβῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «κριθαῑσι κορεσθείς», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ικανοποιώ]] πλήρως, [[καταπαύω]], [[κατασιγάζω]] (α. «κόρεσε την [[πείνα]] του» β. «κορέστηκε το [[πάθος]] του» γ. «μολπῇ θυμὸν κορέσωμεν», Απολλ. Ρόδ. δ. «[[ὥσπερ]] λέοντα φόνου κεκορεσμένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> α) «(κε)κορεσμένο [[διάλυμα]]» — [[διάλυμα]] του οποίου η [[πυκνότητα]] [[είναι]] μέγιστη για τη δεδομένη [[πίεση]] και [[θερμοκρασία]] στην οποία βρίσκεται και ικανή να εμποδίσει την [[παραπέρα]] [[συνέχιση]] της διεργασίας διάλυσης<br />β) «(κε)κορεσμένοι ατμοί» — ατμοί τών οποίων η [[πυκνότητα]] στη δεδομένη [[πίεση]] και [[θερμοκρασία]] [[είναι]] μέγιστη και ικανή να εμποδίσει την [[παραπέρα]] [[ατμοποίηση]] του σώματος από το οποίο προέρχονται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχικός τ. [[είναι]] ο ένσιγμος αόρ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i>, από τον οποίο προέκυψε υποχωρητικά ο [[ενεστώς]] [[κορέννυμι]], που [[είναι]] αρκετά [[μεταγενέστερος]]. Ο τ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kor</i>(<i>ә</i>)- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>(<i>ә</i>)- «[[μεγαλώνω]] [[κάτι]], [[αυξάνω]]» και συνδέεται με το λιθουαν. <i>šer</i>-<i>ti</i> «[[εκτρέφω]] ζώα», τα αρμ. <i>ser</i> «[[καταγωγή]], [[φυλή]]» και <i>serem</i> «[[γεννώ]]», [[καθώς]] και το λατ. <i>Ceres</i>, όν. της θεάς της βλαστήσεως που ταυτίστηκε με τη [[Δήμητρα]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται και τα λατ. <i>creo</i> «[[δημιουργώ]]» και <i>cresco</i> «[[αυξάνω]]», που εμφανίζουν τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της. Εκτεταμένη / ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας εμφανίζει ίσως το [[κώρα]] «ύβρις» (<b>βλ. λ.</b> [[κορέω]] [ΙΙΙ]). Από το θ. <i>κορ</i>(<i>ε</i>)- του αορ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i> προέκυψε υποχωρητικά το [[κόρος]] (Ι) «[[υπερπλήρωση]]», ενώ το όν. του ιωνικού φύλου <i>Αἰγι</i>-<i>κορ</i>-<i>εῖς</i> πιθ. να εμφανίζει το ίδιο θ. ως β' συνθετικό: «αυτοί που τρέφουν κατσίκες».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κορεατικός]], [[κόρος]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κορεστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορεσμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀποκορέννυμι]], [[αποκορέννυμι]], [[ὑπερκορέννυμι]], [[υπερκορέννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μτχ.)</b> [[υπερκορεσμένος]], [[υπερκεκορεσμένος]].
|mltxt=(ΑM [[κορεννύω]], Α και [[κορέννυμι]] και [[κορέω]] και [[κορέσκω]] [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.])<br /><b>1.</b> [[γεμίζω]] [[κάτι]] όσο το δυνατό περισσότερο, [[υπερπληρώ]] «κορέσαι [[στόμα]]... ἐμᾱς σαρκός», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] σε κάποιον το [[αίσθημα]] του χορτασμού ή [[χορταίνω]] ο [[ίδιος]] (α. «κορέεις [[κύνας]] ἠδ' οἰωνοὺς δημῷ καὶ σάρκεσσι», <b>Ομ. Ιλ.</b> β. «ἐκορέσσατο φορβῆς», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />γ. «κριθαῑσι κορεσθείς», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ικανοποιώ]] πλήρως, [[καταπαύω]], [[κατασιγάζω]] (α. «κόρεσε την [[πείνα]] του» β. «κορέστηκε το [[πάθος]] του» γ. «μολπῇ θυμὸν κορέσωμεν», Απολλ. Ρόδ. δ. «[[ὥσπερ]] λέοντα φόνου κεκορεσμένον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> <b>φυσ.-χημ.</b> α) «(κε)κορεσμένο [[διάλυμα]]» — [[διάλυμα]] του οποίου η [[πυκνότητα]] [[είναι]] μέγιστη για τη δεδομένη [[πίεση]] και [[θερμοκρασία]] στην οποία βρίσκεται και ικανή να εμποδίσει την [[παραπέρα]] [[συνέχιση]] της διεργασίας διάλυσης<br />β) «(κε)κορεσμένοι ατμοί» — ατμοί τών οποίων η [[πυκνότητα]] στη δεδομένη [[πίεση]] και [[θερμοκρασία]] [[είναι]] μέγιστη και ικανή να εμποδίσει την [[παραπέρα]] [[ατμοποίηση]] του σώματος από το οποίο προέρχονται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχικός τ. [[είναι]] ο ένσιγμος αόρ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i>, από τον οποίο προέκυψε υποχωρητικά ο [[ενεστώς]] [[κορέννυμι]], που [[είναι]] αρκετά [[μεταγενέστερος]]. Ο τ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i> ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>kor</i>(<i>ә</i>)- της ΙΕ ρίζας <i>ker</i>(<i>ә</i>)- «[[μεγαλώνω]] [[κάτι]], [[αυξάνω]]» και συνδέεται με το λιθουαν. <i>šer</i>-<i>ti</i> «[[εκτρέφω]] ζώα», τα αρμ. <i>ser</i> «[[καταγωγή]], [[φυλή]]» και <i>serem</i> «[[γεννώ]]», [[καθώς]] και το λατ. <i>Ceres</i>, όν. της θεάς της βλαστήσεως που ταυτίστηκε με τη [[Δήμητρα]]. Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] ανάγονται και τα λατ. <i>creo</i> «[[δημιουργώ]]» και <i>cresco</i> «[[αυξάνω]]», που εμφανίζουν τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της. Εκτεταμένη / ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας εμφανίζει ίσως το [[κώρα]] «ύβρις» (<b>βλ. λ.</b> [[κορέω]] [ΙΙΙ]). Από το θ. <i>κορ</i>(<i>ε</i>)- του αορ. <i>κορέ</i>-<i>σ</i>-<i>αι</i> προέκυψε υποχωρητικά το [[κόρος]] (Ι) «[[υπερπλήρωση]]», ενώ το όν. του ιωνικού φύλου <i>Αἰγι</i>-<i>κορ</i>-<i>εῖς</i> πιθ. να εμφανίζει το ίδιο θ. ως β' συνθετικό: «αυτοί που τρέφουν κατσίκες».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κορεατικός]], [[κόρος]] (Ι)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κορεστός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κορεσμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀποκορέννυμι]], [[αποκορέννυμι]], [[ὑπερκορέννυμι]], [[υπερκορέννυμι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μτχ.)</b> [[υπερκορεσμένος]], [[υπερκεκορεσμένος]].
}}
{{FriskDe
|ftr='''κορέννυμι''': -μαι (Them., Orph.),<br />{korénnumi}<br />'''Forms''': [[κορέω]], [[κορέσκω]] (Nik.), [[κορίσκομαι]] (Hp.), Aor. κορέσ(σ)αι, -ασθαι (seit Il.), Pass. κορεσθῆναι (Od. usw.), Perf. Ptz. Akt. (intr.) [[κεκορηώς]] (Od. u. a.), Ind. Med. [[κεκόρημαι]] (seit Il.), [[κεκόρεσμαι]] (X. usw.), Fut. [[κορέω]] (Il.), κορέσω (Hdt.),<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[sättigen]], [[sich sättigen]], [[satt]], [[überdrüssig werden]] (ep. ion., poet., auch sp. Prosa).<br />'''Composita''' : vereinzelt mit ὑπερ- (Thgn., Poll.), ἀπο- (Gloss.),<br />'''Derivative''': Davon [[κόρος]] m. [[Sättigung]], [[das Sattsein]], [[Überdruß]], [[Übermut]] (seit Il.); als Hinterglied in [[ἄκορος]] [[unersättlich]], [[unermüdlich]] (Pi.) mit [[ἀκορία]] [[ungesättigter Zustand]], [[Mäßigkeit]] (Hp.), [[Unersättlichkeit]] (Aret.); [[διά]]-, [[κατά]]-, πρόσ-, [[ὑπέρκορος]] [[gesättigt]] (ion. att.); auch mit Umbiegung in die σ-Stämme und mit verbaler Umdeutung (Schwyzer 513) ἀ-, δια-, προσ- κορής usw. mit [[προσκορίζομαι]] [[verdrießen]], [[ärgern]] (Sch.). Als Privativum auch [[ἀκόρητος]] (Il. u. a.), ἀκόρε(σ)-τος (Trag. u. a.). — Mit Dehnstufe [[κώρα]]· [[ὕβρις]] H. (v. Blumenthal Hesychst. mit Lobeck). Zu [[κόρος]] ([[κοῦρος]], [[κῶρος]]) [[Jüngling]] und [[κόρη]] [[Jungfrau]] s. bes. Ganz unsicher [[Αἰγικορεῖς]] pl. m. mit Αἰγικορίς f. N. einer der alten ionischen Phylen (E., Inschr. usw.; vgl. Hdt. 5, 66), s. Nilsson Cults 147 und Frisk ebd.<br />'''Etymology''' : Der Ausgangspunkt des ganzen Paradigmas ist offenbar der Aorist κορέσαι, -ασθαι, zu dem die übrigen Formen allmählich hinzugeschaffen worden sind: Pass. κορεσ-θῆναι (Chantraine Gramm. hom. 1, 406), Perf. [[κεκόρημαι]], -εσμαι (Schwyzer 773), Fut. [[κορέω]], -έσω, zuletzt auch die verschiedenen, spärlich belegten Präsentia [[κορίσκομαι]], [[κορέω]], -έσκω, -έννυμι; die Vorbilder ergaben sich von selbst. Das Verb war wohl ursprünglich wegen des perfektiven Aspekts auf den Aorist beschränkt; ein altes Präsens *κόρνυμι (Schwyzer 697; wie [[στόρνυμι]]) hat wenig für sich. — Der ο-Vokal, der auch in den gleichgebildeten στορέσαι ebenso wie in [[θορεῖν]], [[μολεῖν]], [[πορεῖν]] u. a. auftritt, ist nicht befriedigend erklärt (Versuche bei Schwyzer 360f. und Sánchez Ruipérez Emerita 18, 386ff.); dem zweisilbigen κορέσαι entspricht sonst das stoßtonige lit. ''šér''-''ti'' [[füttern]], wozu noch der uralte ''s''-Stamm in lat. ''Cerēs'' [[Göttin des pflanzlichen Wachstums]], wohl auch arm. ''ser'' [[Abkunft]], [[Geschlecht]], [[Nachkommenschaft]] (idg. *''ḱéros'' n. mit Übergang in die ''o''-Stämme). — Die übrigen Formen, z. B. lat. ''creō'' [[schaffen]], ''crēscō'' [[wachsen]], arm. ''sermn'' [[Same]], alb. ''thjer'' [[Eichel]], eig. "Futter" (WP. 1, 408f., Pok. 577, W.-Hofmann und Ernout-Meillet s. ''Cerēs'', ''creō''), sind für das Griechische ohne Belang. — Zu den Bedd. [[sättigen]], [[nähren]], [[gedeihen lassen]], [[sich sättigen]], [[sich ernähren]], [[gedeihen]], [[wachsen]] vgl. den ähnlichen Sachverhalt bei der Sippe von lat. ''alō''.<br />'''Page''' 1,918-919
}}
}}