3,274,313
edits
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
(c2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM κρῑμα)<br />ηθικό [[παράπτωμα]], [[αμαρτία]], [[ανόμημα]] (α. «[[είναι]] ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῦ διαβόλου», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδικία]], άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, [[κρίμα]] μεγάλον έχεις», <b>Ερωτόκρ.</b> β. «δεν [[είναι]] [[κρίμα]] κι άδικο παράξενο μεγάλο να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους» δημ. τραγ.<br /><b>2.</b> [[ατυχία]], [[αναποδιά]] της τύχης («[[είναι]] [[κρίμα]] να χαθεί [[τέτοιος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «το [[κρίμα]] στο λαιμό σου» — η [[αμαρτία]] να πέσει [[πάνω]] σου<br />β) «το [[κρίμα]] ας [[πάει]] στο [[κλήμα]]» — λέγεται για περιπτώσεις τέλειας αδιαφορίας για το [[αμάρτημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αφορμή]], [[αιτία]]<br /><b>2.</b> [[καταστροφή]]<br /><b>3.</b> (ως σχετλιαστικό [[επιφώνημα]]) [[κρίμα]] ή <i>κρίμας</i><br />για [[έκφραση]] λύπης, συμπάθειας, οίκτου («[[κρίμα]] το [[παλικάρι]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σφάλμα]]<br /><b>2.</b> [[ευθύνη]]<br /><b>3.</b> [[συμφορά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τίσι κρίμασιν;» — για ποιο λόγο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόφαση]], [[κρίση]] («τινὲς δ' ἐγκαλοῡντες τοῑς κρίμασιν ὡς παραβεβραβευμένους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]], [[ποινή]] («οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν... οὗτοι λήψονται περισσότερον κρῑμα», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δίκη]], το να δικάζει, το να κρίνει [[κάποιος]] κάποιον («εἰς κρῑμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦον [[ἦλθον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> αξιόποινη [[πράξη]] («τὰ δὲ βραχέα τῶν κριμάτων κρίνουσιν αὐτοί», ΠΔ)<br /><b>5.</b> η ανεξερεύνητη [[θεία]] [[βούληση]] (ἐν τῷ μεμαθηκέναι με τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] κρίσης, [[ζήτημα]] («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν. της ποινής) καταδικαστική [[απόφαση]], [[καταδίκη]] («ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτίᾳ κρῑμα θανάτου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]. <i>Ο</i> τ. αρχικά δήλωνε το [[αποτέλεσμα]] του [[κρίνω]], δηλ. την [[κρίση]], την [[απόφαση]]. Αργότερα έλαβε τη σημ. της καταδικαστικής απόφασης, [[καθώς]] και της αξιόποινης πράξης, ενώ στη Νέα Ελληνική ο τ. δηλώνει [[κυρίως]] την αξιόποινη [[πράξη]], το [[παράπτωμα]]]. | |mltxt=το (AM κρῑμα)<br />ηθικό [[παράπτωμα]], [[αμαρτία]], [[ανόμημα]] (α. «[[είναι]] ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῦ διαβόλου», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδικία]], άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, [[κρίμα]] μεγάλον έχεις», <b>Ερωτόκρ.</b> β. «δεν [[είναι]] [[κρίμα]] κι άδικο παράξενο μεγάλο να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους» δημ. τραγ.<br /><b>2.</b> [[ατυχία]], [[αναποδιά]] της τύχης («[[είναι]] [[κρίμα]] να χαθεί [[τέτοιος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «το [[κρίμα]] στο λαιμό σου» — η [[αμαρτία]] να πέσει [[πάνω]] σου<br />β) «το [[κρίμα]] ας [[πάει]] στο [[κλήμα]]» — λέγεται για περιπτώσεις τέλειας αδιαφορίας για το [[αμάρτημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αφορμή]], [[αιτία]]<br /><b>2.</b> [[καταστροφή]]<br /><b>3.</b> (ως σχετλιαστικό [[επιφώνημα]]) [[κρίμα]] ή <i>κρίμας</i><br />για [[έκφραση]] λύπης, συμπάθειας, οίκτου («[[κρίμα]] το [[παλικάρι]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σφάλμα]]<br /><b>2.</b> [[ευθύνη]]<br /><b>3.</b> [[συμφορά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τίσι κρίμασιν;» — για ποιο λόγο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόφαση]], [[κρίση]] («τινὲς δ' ἐγκαλοῡντες τοῑς κρίμασιν ὡς παραβεβραβευμένους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]], [[ποινή]] («οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν... οὗτοι λήψονται περισσότερον κρῑμα», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δίκη]], το να δικάζει, το να κρίνει [[κάποιος]] κάποιον («εἰς κρῑμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦον [[ἦλθον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> αξιόποινη [[πράξη]] («τὰ δὲ βραχέα τῶν κριμάτων κρίνουσιν αὐτοί», ΠΔ)<br /><b>5.</b> η ανεξερεύνητη [[θεία]] [[βούληση]] (ἐν τῷ μεμαθηκέναι με τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] κρίσης, [[ζήτημα]] («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν. της ποινής) καταδικαστική [[απόφαση]], [[καταδίκη]] («ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτίᾳ κρῑμα θανάτου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]. <i>Ο</i> τ. αρχικά δήλωνε το [[αποτέλεσμα]] του [[κρίνω]], δηλ. την [[κρίση]], την [[απόφαση]]. Αργότερα έλαβε τη σημ. της καταδικαστικής απόφασης, [[καθώς]] και της αξιόποινης πράξης, ενώ στη Νέα Ελληνική ο τ. δηλώνει [[κυρίως]] την αξιόποινη [[πράξη]], το [[παράπτωμα]]]. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':kr⋯ma 克里馬<p>'''詞類次數''':名詞(28)<p>'''原文字根''':審判(果效) 相當於: ([[מִשְׁפָּט]]‎) ([[שָׁפַט]]‎)<p>'''字義溯源''':判決,判定,審判,定罪,刑罰,判斷,法則,控訴,告狀,伸冤,刑,罪,冤;源自([[κρίνω]])*=辨別)。這字是說到審判的判決。少數幾次指人的判斷,但大部分都是說到神的判決,有的是對人的,有的是對魔鬼的。參讀 ([[βῆμα]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(28);太(2);可(1);路(3);約(1);徒(1);羅(6);林前(3);加(1);提前(2);來(1);雅(1);彼前(1);彼後(1);猶(1);啓(3)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 刑罰(10) 太23:14; 可12:40; 路20:47; 路23:40; 羅13:2; 加5:10; 提前3:6; 彼後2:3; 猶1:4; 啓17:1;<p>2) 審判(8) 約9:39; 徒24:25; 羅2:2; 羅2:3; 羅5:16; 雅3:1; 彼前4:17; 啓20:4;<p>3) 定罪(3) 羅3:8; 林前11:34; 提前5:12;<p>4) 審判的(1) 來6:2;<p>5) 冤(1) 啓18:20;<p>6) 罪(1) 林前11:29;<p>7) 控訴(1) 林前6:7;<p>8) 法則(1) 太7:2;<p>9) 判斷(1) 羅11:33;<p>10) 判定(1) 路24:20 | |||
}} | }} |