Anonymous

κρίμα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  15 February 2019
m
Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ"
(21)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM κρῑμα)<br />ηθικό [[παράπτωμα]], [[αμαρτία]], [[ανόμημα]] (α. «[[είναι]] ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδικία]], άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, [[κρίμα]] μεγάλον έχεις», <b>Ερωτόκρ.</b> β. «δεν [[είναι]] [[κρίμα]] κι άδικο παράξενο μεγάλο να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους» δημ. τραγ.<br /><b>2.</b> [[ατυχία]], [[αναποδιά]] της τύχης («[[είναι]] [[κρίμα]] να χαθεί [[τέτοιος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «το [[κρίμα]] στο λαιμό σου» — η [[αμαρτία]] να πέσει [[πάνω]] σου<br />β) «το [[κρίμα]] ας [[πάει]] στο [[κλήμα]]» — λέγεται για περιπτώσεις τέλειας αδιαφορίας για το [[αμάρτημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αφορμή]], [[αιτία]]<br /><b>2.</b> [[καταστροφή]]<br /><b>3.</b> (ως σχετλιαστικό [[επιφώνημα]]) [[κρίμα]] ή <i>κρίμας</i><br />για [[έκφραση]] λύπης, συμπάθειας, οίκτου («[[κρίμα]] το [[παλικάρι]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σφάλμα]]<br /><b>2.</b> [[ευθύνη]]<br /><b>3.</b> [[συμφορά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τίσι κρίμασιν;» — για ποιο λόγο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόφαση]], [[κρίση]] («τινὲς δ' ἐγκαλοῡντες τοῑς κρίμασιν ὡς παραβεβραβευμένους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]], [[ποινή]] («οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν... οὗτοι λήψονται περισσότερον κρῑμα», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δίκη]], το να δικάζει, το να κρίνει [[κάποιος]] κάποιον («εἰς κρῑμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῡον [[ἦλθον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> αξιόποινη [[πράξη]] («τὰ δὲ βραχέα τῶν κριμάτων κρίνουσιν αὐτοί», ΠΔ)<br /><b>5.</b> η ανεξερεύνητη [[θεία]] [[βούληση]] (ἐν τῷ μεμαθηκέναι με τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] κρίσης, [[ζήτημα]] («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν. της ποινής) καταδικαστική [[απόφαση]], [[καταδίκη]] («ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτίᾳ κρῑμα θανάτου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]. <i>Ο</i> τ. αρχικά δήλωνε το [[αποτέλεσμα]] του [[κρίνω]], δηλ. την [[κρίση]], την [[απόφαση]]. Αργότερα έλαβε τη σημ. της καταδικαστικής απόφασης, [[καθώς]] και της αξιόποινης πράξης, ενώ στη Νέα Ελληνική ο τ. δηλώνει [[κυρίως]] την αξιόποινη [[πράξη]], το [[παράπτωμα]]].
|mltxt=το (AM κρῑμα)<br />ηθικό [[παράπτωμα]], [[αμαρτία]], [[ανόμημα]] (α. «[[είναι]] ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῦ διαβόλου», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αδικία]], άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, [[κρίμα]] μεγάλον έχεις», <b>Ερωτόκρ.</b> β. «δεν [[είναι]] [[κρίμα]] κι άδικο παράξενο μεγάλο να περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους» δημ. τραγ.<br /><b>2.</b> [[ατυχία]], [[αναποδιά]] της τύχης («[[είναι]] [[κρίμα]] να χαθεί [[τέτοιος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «το [[κρίμα]] στο λαιμό σου» — η [[αμαρτία]] να πέσει [[πάνω]] σου<br />β) «το [[κρίμα]] ας [[πάει]] στο [[κλήμα]]» — λέγεται για περιπτώσεις τέλειας αδιαφορίας για το [[αμάρτημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[αφορμή]], [[αιτία]]<br /><b>2.</b> [[καταστροφή]]<br /><b>3.</b> (ως σχετλιαστικό [[επιφώνημα]]) [[κρίμα]] ή <i>κρίμας</i><br />για [[έκφραση]] λύπης, συμπάθειας, οίκτου («[[κρίμα]] το [[παλικάρι]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σφάλμα]]<br /><b>2.</b> [[ευθύνη]]<br /><b>3.</b> [[συμφορά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «τίσι κρίμασιν;» — για ποιο λόγο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[απόφαση]], [[κρίση]] («τινὲς δ' ἐγκαλοῡντες τοῑς κρίμασιν ὡς παραβεβραβευμένους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τιμωρία]], [[ποινή]] («οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν... οὗτοι λήψονται περισσότερον κρῑμα», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[δίκη]], το να δικάζει, το να κρίνει [[κάποιος]] κάποιον («εἰς κρῑμα ἐγὼ εἰς τὸν κόσμον τοῦον [[ἦλθον]]», ΚΔ)<br /><b>4.</b> αξιόποινη [[πράξη]] («τὰ δὲ βραχέα τῶν κριμάτων κρίνουσιν αὐτοί», ΠΔ)<br /><b>5.</b> η ανεξερεύνητη [[θεία]] [[βούληση]] (ἐν τῷ μεμαθηκέναι με τὰ κρίματα τῆς δικαιοσύνης σου», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αντικείμενο]] κρίσης, [[ζήτημα]] («οὐκ εὔκριτον τὸ κρῑμα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με γεν. της ποινής) καταδικαστική [[απόφαση]], [[καταδίκη]] («ἐὰν δὲ γένηται ἔν τινι ἁμαρτίᾳ κρῑμα θανάτου», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνω]]. <i>Ο</i> τ. αρχικά δήλωνε το [[αποτέλεσμα]] του [[κρίνω]], δηλ. την [[κρίση]], την [[απόφαση]]. Αργότερα έλαβε τη σημ. της καταδικαστικής απόφασης, [[καθώς]] και της αξιόποινης πράξης, ενώ στη Νέα Ελληνική ο τ. δηλώνει [[κυρίως]] την αξιόποινη [[πράξη]], το [[παράπτωμα]]].
}}
}}