ὀδύνη: Difference between revisions

m
Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1"
(cc2)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] ἡ (δύη), <b class="b2">Schmerz</b>; körperlich, [[ὀδύνη]] δὲ διὰ χροὸς ἦλθ' ἀλεγεινή Il. 11, 398, ὀξεῖαι δ' ὀδύναι δῦνον [[μένος]] Ἀτρείδαο 11, 268, φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων 4, 191, ὀδύνῃσι [[πεπαρμένος]] 5, 399, u. öfter im plur., sing. 15, 25; – auch Seelenschmerz, Betrübniß, Traurigkeit (wie es vom Körperschmerze schon Il. 15, 61 heißt ὀδυνάων, αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας), ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Od. 1, 242, ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ 2, 79, wie θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων 19, 117. – So auch die Folgdn; ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν, Pind. P. 4, 221; [[τίς]] μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Aesch. Eum. 806; auch die anderen Tragg., τὸ γὰρ ἐςλεύσσειν οἰκεῖα [[πάθη]] μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, Soph. Ai. 255, δι' ὀδύνας ἔβας, Eur. Phoen. 1554; ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι, Ar. Ach. 526; λωφᾷ τῆς ὀδύνης, λήξας τῆς ὀδ., Plat. Phaedr. 251 c 254 c; mit [[ἀλγηδών]] verbunden, Gorg. 525 b; ὀδύνας παρέχειν, Schmerzen machen, Prot. 354 b: ἡ [[ὀδύνη]] σε εἴληφε, Xen. Conv. 1, 15; Sp. überall.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0294.png Seite 294]] ἡ (δύη), [[Schmerz]]; körperlich, [[ὀδύνη]] δὲ διὰ χροὸς ἦλθ' ἀλεγεινή Il. 11, 398, ὀξεῖαι δ' ὀδύναι δῦνον [[μένος]] Ἀτρείδαο 11, 268, φάρμαχ' ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων 4, 191, ὀδύνῃσι [[πεπαρμένος]] 5, 399, u. öfter im plur., sing. 15, 25; – auch Seelenschmerz, Betrübniß, Traurigkeit (wie es vom Körperschmerze schon Il. 15, 61 heißt ὀδυνάων, αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας), ἐμοὶ δ' ὀδύνας τε γόους τε κάλλιπεν Od. 1, 242, ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ 2, 79, wie θυμὸν ἐνιπλήσῃς ὀδυνάων 19, 117. – So auch die Folgdn; ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν, Pind. P. 4, 221; [[τίς]] μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; Aesch. Eum. 806; auch die anderen Tragg., τὸ γὰρ ἐςλεύσσειν οἰκεῖα [[πάθη]] μεγάλας ὀδύνας ὑποτείνει, Soph. Ai. 255, δι' ὀδύνας ἔβας, Eur. Phoen. 1554; ὀδύναις πεφυσιγγωμένοι, Ar. Ach. 526; λωφᾷ τῆς ὀδύνης, λήξας τῆς ὀδ., Plat. Phaedr. 251 c 254 c; mit [[ἀλγηδών]] verbunden, Gorg. 525 b; ὀδύνας παρέχειν, Schmerzen machen, Prot. 354 b: ἡ [[ὀδύνη]] σε εἴληφε, Xen. Conv. 1, 15; Sp. überall.
}}
}}
{{ls
{{ls