3,243,923
edits
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνδραποδιστής''': -οῦ, ὁ, [[σωματέμπορος]], «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» ( | |lstext='''ἀνδραποδιστής''': -οῦ, ὁ, [[σωματέμπορος]], «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» (Πολυδ. Γ΄, 78). - «ἀνδραποδιστὴς οὐ μόνον ὁ τοὺς ἐλευθέρους δουλούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν δεσποτῶν τοὺς δούλους ὑποσπῶν εἰς ἑαυτόν» Α. Β. 394, 11. - κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν, «σωματέμπορον, τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030, Πλ. 522, Λυσ. 117. 8, κτλ. - ἐν συνδυασμῷ μ. τῶν λέξ. ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344B· μεταφ., ὁ πωλῶν τὴν [[ἑαυτοῦ]] ἀνεξαρτησίαν, τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 6. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |