ἀνδραποδιστής
English (LSJ)
ἀνδραποδιστοῦ, ὁ, slave-dealer, enslaver, snatcher, kidnapper, Ar.Eq.1030, Pl.521, Lys.10.10, etc., cf. Poll.3.78; coupled with ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, etc., Pl.R.344b: metaph., ἀνδραποδιστής ἑαυτοῦ = one who sells his own independence, X.Mem.1.2.6.
Spanish (DGE)
(ἀνδρᾰποδιστής) -οῦ, ὁ
1 traficante de esclavos Ar.Pl.521, Th.818, D.4.47, Ph.2.44, Philostr.VA 8.7.12
•raptor (para esclavizar) gener. unido a μοιχοί, οἰκέται, τοιχωρύχοι, etc., Pl.R.344b, Ar.Eq.1030, Lys.10.10, Arist.Fr.547, Plb.12.8.2, 12.9.6, Poll.3.78, Ph.2.338.
2 fig. ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν que se venden a sí mismos X.Mem.1.2.6.
German (Pape)
[Seite 216] ὁ, der zum Sklaven macht (VLL. ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλωσάμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ἀπαγόμενος); οἱ ἀνδ. τῶν οἰκετῶν ἡμᾶς ἀποστεροῦντες Lyc. bei Harpocr.; ὁ παῖδα ἐξαγαγών, der einen Sklaven stiehlt, um ihn wieder zu verkaufen, Lys. 10, 10; vgl. B. A. 394; neben ἱερόσυλοι Plat. Rep. I, 344 b; neben λωποδύται u. βωμολόχοι Ar. Th. 818 (vgl. Pl. 521. 522 Equ. 1025); Dem. 4, 47; Polyb. u. Sp. – Bei Xen. Mem. 1, 2, 6 nennt Sokrates ἀνδρ. ἑαυτῶν τοὺς λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθόν.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui réduit en servitude des hommes libres ; ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῦ XÉN qui aliène sa liberté ; marchand d'esclaves.
Étymologie: ἀνδραποδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρᾰποδιστής: οῦ ὁ похититель людей, работорговец Lys., Arph., Plat., Plut.: ἀ. ἑαυτοῦ Xen. продающий собственную независимость.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδραποδιστής: -οῦ, ὁ, σωματέμπορος, «ὁ τὸν ἐλεύθερον καταδουλούμενος ἢ τὸν ἀλλότριον οἰκέτην ὑπαγόμενος» (Πολυδ. Γ΄, 78). - «ἀνδραποδιστὴς οὐ μόνον ὁ τοὺς ἐλευθέρους δουλούμενος, ἀλλὰ καὶ ὁ τῶν δεσποτῶν τοὺς δούλους ὑποσπῶν εἰς ἑαυτόν» Α. Β. 394, 11. - κύνα Κέρβερον ἀνδραποδιστήν, «σωματέμπορον, τοὺς ἐλευθέρους καταδουλούμενον» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1030, Πλ. 522, Λυσ. 117. 8, κτλ. - ἐν συνδυασμῷ μ. τῶν λέξ. ἱερόσυλοι, τοιχωρύχοι, κτλ., Πλάτ. Πολ. 344B· μεταφ., ὁ πωλῶν τὴν ἑαυτοῦ ἀνεξαρτησίαν, τοὺς δὲ λαμβάνοντας τῆς ὁμιλίας μισθὸν ἀνδραποδιστὰς ἑαυτῶν ἀπεκάλει Ξεν. Ἀπομ. 1. 2, 6.
English (Strong)
from a derivative of a compound of ἀνήρ and πούς; an enslaver (as bringing men to his feet): menstealer.
English (Thayer)
ἀνδραποδιστου, ὁ (from ἀνδραποδίζω, and this from τό ἀνδράποδον — from ἀνήρ and πούς — a slave, a man taken in war and sold into slavery), a slave-dealer, kidnapper, Prayer of Manasseh -stealer, i. e. as well one who unjustly reduces free men to slavery, as one who steals the slaves of others and sells them: Aristophanes, Xenophon, Plato, Demosthenes, Isocrates, Lysias, Polybius)
Greek Monolingual
ἀνδραποδιστής, ο (Α)
1. αυτός που πουλά ελεύθερο άνθρωπο ως δούλο, δουλέμπορος
2. «ἀνδραποδιστὴς ἑαυτοῦ» — αυτός που για τα χρήματα θυσιάζει την ανεξαρτησία του, φαύλος, ποταπός.
Greek Monotonic
ἀνδρᾰποδιστής: -οῦ, ὁ, δουλέμπορος, απαγωγέας, σε Αριστοφ., Πλάτ.· ἀνδρ. ἑαυτοῦ, κάποιος που πουλά την ίδια του την ανεξαρτησία, σε Ξεν.
Middle Liddell
[from ἀνδραποδίζω
a slave-dealer, kidnapper, Ar., Plat.; ἀνδρ. ἑαυτοῦ one who sells his own independence, Xen.
Chinese
原文音譯:¢ndrapodist»j 安得拉-坡笛士帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:人-腳(者)
字義溯源:奴役人者,拐賣人口的,奴隸買賣人;由(ἀνήρ)*=人)與(πούς)*=足)組成
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 拐賣人口的(1) 提前1:10
Translations
slaver
Bulgarian: търговец на роби; Dutch: slavenhandelaar; Finnish: orjakauppias; French: marchand d'esclaves, esclavagiste, négrier, négrière; Galician: escravista, negreiro, negreira; German: Sklavenhändler, Sklavenhändlerin, Sklavenhalter, Sklavenhalterin; Greek: δουλέμπορος, σωματέμπορος, σωματέμπορας; Ancient Greek: ἀνδραποδιστής, ἀνδραποδοκάπηλος, ἀνδραποδώνης, ἀνδροκάπηλος, σωματέμπορος; Italian: schiavista, negriero, negriere, negriera; Latin: mango; Manx: kionneyder sleab; Polish: handlarz niewolników; Portuguese: escravista, negreiro, negreira; Russian: работорговец, торговец рабами; Spanish: esclavista, negrero, negrera; Swedish: slavhandlare; Ukrainian: работорговець, торговець рабами