3,273,136
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=θρῐ́αμβος | ||
|Medium diacritics=θρίαμβος | |Medium diacritics=θρίαμβος | ||
|Low diacritics=θρίαμβος | |Low diacritics=θρίαμβος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=thriamvos | |Transliteration C=thriamvos | ||
|Beta Code=qri/ambos | |Beta Code=qri/ambos | ||
|Definition=[ῐ], ὁ, < | |Definition=[ῐ], ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[hymn to Dionysus]], sung in festal processions to his honour, Cratin.36.<br><span class="bld">2</span> [[epithet]] of [[Dionysus]], Trag.Adesp.140, [[Diodorus Siculus|D.S.]] 4.5, Ath.1.30b, Plu.Marc.22, Arr.An.6.28.2.<br><span class="bld">3</span> metaph., [[scandal]], δεδιὼς τὸν ἐκ λόγων θ. Conon 31.1.<br><span class="bld">II</span> = Lat. [[triumphus]] (which is borrowed fr. θ. through Etruscan), Plb.6.15.8, [[Diodorus Siculus|D.S.]]12.64, Mon. Anc.Gr.2.20, SIG804.9 (Cos, i A.D.), Plu.Publ.20, etc.; ὁ μέγας θρίαμβος = the [[triumph]], opp. ὁ ἐλάττων θρίαμβος = [[ovatio]], Id.Marc.22, cf. D.H.8.67; ὁ πεζὸς θρίαμβος = [[ovatio]], Id.9.36. (For the termination perhaps cf. [[ἴαμβος]], [[διθύραμβος]], but the origin of θρι- is unknown.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] ὁ, 1) ursprünglich Beiname des Dionysus, D. Sic. 4, 5 Plut. Marcell, 22 Ath. I, 30 b, bei Suid. aus [[θηρίαμβος]] erkl., [[διότι]] ἐπὶ θηρῶν, τουτέστιν ἐπὶ λεόντων βέβηκε; nach Andern von [[θρῖον]] abzuleiten, weil die Knaben bei den Festaufzügen des Dionysus Feigenblätter hielten; gewiß mit [[διθύραμβος]] verwandt; – Festlied u. Festzug zu Ehren des Bacchus, vgl. Cratin. bei Suid. v. ἀναρύτειν. – 2) bei den röm. Historikern = Triumph; θρίαμβον ἄγειν, einen Tr. halten, Plut. Popl. 23, εἰσάγειν, Marcell. 92, κατάγειν, Caes. 55, ἐκ πολέμων κατάγειν, Fab. M. 24; διὰ θριάμβων εἰσελαύνειν Cic. 22; [[κατά]] τινος, über Jem., Ant.84. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1218.png Seite 1218]] ὁ, 1) ursprünglich Beiname des Dionysus, D. Sic. 4, 5 Plut. Marcell, 22 Ath. I, 30 b, bei Suid. aus [[θηρίαμβος]] erkl., [[διότι]] ἐπὶ θηρῶν, τουτέστιν ἐπὶ λεόντων βέβηκε; nach Andern von [[θρῖον]] abzuleiten, weil die Knaben bei den Festaufzügen des Dionysus Feigenblätter hielten; gewiß mit [[διθύραμβος]] verwandt; – Festlied u. Festzug zu Ehren des Bacchus, vgl. Cratin. bei Suid. v. ἀναρύτειν. – 2) bei den röm. Historikern = Triumph; θρίαμβον ἄγειν, einen Tr. halten, Plut. Popl. 23, εἰσάγειν, Marcell. 92, κατάγειν, Caes. 55, ἐκ πολέμων κατάγειν, Fab. M. 24; διὰ θριάμβων εἰσελαύνειν Cic. 22; [[κατά]] τινος, über Jem., Ant.84. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> [[hymne chanté aux fêtes de Bacchus]] ; surn. de Bacchus;<br /><b>2</b> <i>chez les Romains</i>, cérémonie du triomphe ; ὁ [[μέγας]] [[θρίαμβος]] PLUT le grand triomphe, <i>p. opp. à</i> ὁ [[ἐλάττων]] [[θρίαμβος]] le petit triomphe, <i>lat.</i> ovatio.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θόρυβος]] ; sel. d'autres, apparenté à [[διθύραμβος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θρίαμβος:''' ὁ<br /><b class="num">1</b> триамб, гимн в честь Диониса-Вакха (во время шествий в его честь дети держали фиговые ветви);<br /><b class="num">2</b> эпитет Диониса-Вакха (τὸν Διόνυσον θρίαμβον ὀνομάζειν Plut.);<br /><b class="num">3</b> (в Риме), [[триумф]], [[триумфальный въезд]], (τῆς στρατείας εἰς τὴν πατρίδα Diod.): ὁ [[μέγας]] θ. Plut. большой триумф, т. е. триумф в собственном смысле; ὁ [[ἐλάττων]] или πεζὸς θ. Plut. малый или пеший триумф ([[ovatio]]); θρίαμβον ἄγειν, εἰσάγειν или κατάγειν Plut. совершать триумфальный въезд, справлять триумф. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θρίαμβος''': ὁ, [[ὕμνος]] εἰς τὸν Βάκχον, ᾀδόμενος ἐν ἑορταστικαῖς πομπαῖς εἰς τιμὴν [[αὐτοῦ]], Κρατῖν. «Διδύμ.» 1. 2) ὡς [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, Διόδ. 4. 5, Ἀθήν. 30Β, Πλούτ. ἐν Μαρκέλλ. 22, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 28 ἴδε τὸ προηγ. ΙΙ. ἐν χρήσει πρὸς ἔκφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ triumphus, [[ὅπερ]] φαίνεται νὰ [[εἶναι]] γλωσσικῶς συγγενές, Πολύβ. 6. 15, 8, Μνημ. Ἀγκύρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 11. 18, Πλούτ. Ποπλικ. 20, κτλ.· ὁ [[μέγας]] θρ., ἀντίθετον τῷ ὁ [[ἐλάττων]] θρ., ovatio, Διον. Ἁλ. 8. 67, Πλούτ. Μαρκ. 22. (Ὁ [[τύπος]] τῆς λέξεως μᾶς ὑπομιμνήσκει τὸ [[ἴαμβος]] ([[ἰάπτω]]), ἴδε ἐν λ.· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς πρώτης συλλ. [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]). | |lstext='''θρίαμβος''': ὁ, [[ὕμνος]] εἰς τὸν Βάκχον, ᾀδόμενος ἐν ἑορταστικαῖς πομπαῖς εἰς τιμὴν [[αὐτοῦ]], Κρατῖν. «Διδύμ.» 1. 2) ὡς [[ὄνομα]] τοῦ Βάκχου, Διόδ. 4. 5, Ἀθήν. 30Β, Πλούτ. ἐν Μαρκέλλ. 22, Ἀρρ. Ἀνάβ. 6. 28 ἴδε τὸ προηγ. ΙΙ. ἐν χρήσει πρὸς ἔκφρασιν τοῦ Ρωμαϊκοῦ triumphus, [[ὅπερ]] φαίνεται νὰ [[εἶναι]] γλωσσικῶς συγγενές, Πολύβ. 6. 15, 8, Μνημ. Ἀγκύρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4040. 11. 18, Πλούτ. Ποπλικ. 20, κτλ.· ὁ [[μέγας]] θρ., ἀντίθετον τῷ ὁ [[ἐλάττων]] θρ., ovatio, Διον. Ἁλ. 8. 67, Πλούτ. Μαρκ. 22. (Ὁ [[τύπος]] τῆς λέξεως μᾶς ὑπομιμνήσκει τὸ [[ἴαμβος]] ([[ἰάπτω]]), ἴδε ἐν λ.· ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τῆς πρώτης συλλ. [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[θρίαμβος]])<br /><b>1.</b> επινίκια [[γιορτή]]<br /><b>2.</b> επινίκια [[πομπή]] από Ρωμαίο στρατηγό [[μετά]] από περιφανή στρατιωτική [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> [[περιφανής]] [[νίκη]]<br /><b>4.</b> [[υπερπήδηση]] μεγάλων δυσχερειών και αντιξοοτήτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> [[επευφημία]], [[ζητωκραυγή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημοσίευση]], [[κοινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άσμα]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[σκάνδαλο]], [[διαβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στην Αρχαία η λ. [[θρίαμβος]] ήταν η [[ονομασία]] ενός άσματος [[προς]] τιμήν του Διονύσου, ενώ απαντά και ως [[προσωνυμία]] του θεού. Αργότερα η λ. εισήχθη στη Λατινική, όπου μετέβαλε σημ. ( | |mltxt=ο (ΑΜ [[θρίαμβος]])<br /><b>1.</b> επινίκια [[γιορτή]]<br /><b>2.</b> επινίκια [[πομπή]] από Ρωμαίο στρατηγό [[μετά]] από περιφανή στρατιωτική [[επιτυχία]]<br /><b>3.</b> [[περιφανής]] [[νίκη]]<br /><b>4.</b> [[υπερπήδηση]] μεγάλων δυσχερειών και αντιξοοτήτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[επιτυχία]]<br /><b>2.</b> [[επευφημία]], [[ζητωκραυγή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δημοσίευση]], [[κοινοποίηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άσμα]] [[προς]] τιμήν του Διονύσου<br /><b>2.</b> [[σκάνδαλο]], [[διαβολή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στην Αρχαία η λ. [[θρίαμβος]] ήταν η [[ονομασία]] ενός άσματος [[προς]] τιμήν του Διονύσου, ενώ απαντά και ως [[προσωνυμία]] του θεού. Αργότερα η λ. εισήχθη στη Λατινική, όπου μετέβαλε σημ. ([[πρβλ]]. <i>triumphus</i> «επινίκια και τροπαιοφόρα [[πομπή]]») με [[αποτέλεσμα]] και το ελλ. [[θρίαμβος]] από τους αλεξανδρινούς χρόνους να αρχίσει να χρησιμοποιείται με τη λατ. σημ. «[[γιορτή]] για τη [[νίκη]], [[επιτυχία]]». Η λ. [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Υπάρχει, βέβαια, [[ομοιότητα]] στον σχηματισμό με τα συνώνυμα [[διθύραμβος]], [[ίαμβος]], [[πράγμα]] που οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θριαμβεύω]], [[θριαμβικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[θριαμβοδιθύραμβος]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θρίαμβος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύμνος προς τιμήν του Βάκχου, σε Κρατίν.· επίσης, όνομα του Βάκχου, σε Πλούτ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον Ρωμαϊκό θρίαμβο, στον ίδ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''θρίαμβος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> ύμνος προς τιμήν του Βάκχου, σε Κρατίν.· επίσης, όνομα του Βάκχου, σε Πλούτ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμοποιείται για να εκφράσει τον Ρωμαϊκό θρίαμβο, στον ίδ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
Line 35: | Line 35: | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''θρίαμβος''': {thríambos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines bei den Dionysosfesten gesungenen Liedes (Kratin. 36), auch auf den Gott übertragen (''Trag''. ''Adesp''. 140 u. a.); hell. u. spät Übersetzung von lat. ''triumphus'' (Plb., D. S. u. a.);<br />'''Derivative''': davon [[θριαμβικός]] = ''triumphālis'', θριαμβεύειν = ''triumphāre''.<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[διθύραμβος]], [[ἴαμβος]] (s. dd.) und wie diese wahrscheinlich Fremdwort. Oft (nach Sommer Lautstud. 58ff.) mit dem Zahlwort [[drei]] verknüpft ("Dreischritt" od. ä.). Ausführliche Behandlung mit Lit. bei v. Windekens Orbis 2, 489ff., der [[θρίαμβος]] als "pelasgisch" ansieht und eine ganz willkürliche idg. Etymologie vorschlägt. Auch lat. ''triumphus'' (worüber W.-Hofmann s. v.) wäre direkt aus dem Pelasgischen geholt. — Nach Sturtevant ClassPhil. 5, 323ff. aus [[θριάζω]], [[θρίασις]] unter Einfluß von [[ἴαμβος]]; vgl. noch Theander Eranos 15, 126 A. 1 (zu θριάζειν, [[θρῖον]]). Ältere Lit. auch bei Bq (mit Add. et corr.).<br />'''Page''' 1,682-683 | |ftr='''θρίαμβος''': {thríambos}<br />'''Grammar''': m.<br />'''Meaning''': N. eines bei den Dionysosfesten gesungenen Liedes (Kratin. 36), auch auf den Gott übertragen (''Trag''. ''Adesp''. 140 u. a.); hell. u. spät Übersetzung von lat. ''triumphus'' (Plb., D. S. u. a.);<br />'''Derivative''': davon [[θριαμβικός]] = ''triumphālis'', θριαμβεύειν = ''triumphāre''.<br />'''Etymology''': Bildung wie [[διθύραμβος]], [[ἴαμβος]] (s. dd.) und wie diese wahrscheinlich Fremdwort. Oft (nach Sommer Lautstud. 58ff.) mit dem Zahlwort [[drei]] verknüpft ("Dreischritt" od. ä.). Ausführliche Behandlung mit Lit. bei v. Windekens Orbis 2, 489ff., der [[θρίαμβος]] als "pelasgisch" ansieht und eine ganz willkürliche idg. Etymologie vorschlägt. Auch lat. ''triumphus'' (worüber W.-Hofmann s. v.) wäre direkt aus dem Pelasgischen geholt. — Nach Sturtevant ClassPhil. 5, 323ff. aus [[θριάζω]], [[θρίασις]] unter Einfluß von [[ἴαμβος]]; vgl. noch Theander Eranos 15, 126 A. 1 (zu θριάζειν, [[θρῖον]]). Ältere Lit. auch bei Bq (mit Add. et corr.).<br />'''Page''' 1,682-683 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀβέβαιη ἡ [[ἐτυμολογία]] του. Ἴσως νά σχετίζεται μέ τίς λέξεις: τρίσαμβος (=[[χορός]] σέ [[τρεῖς]] χρόνους) ἤ [[διθύραμβος]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[θριαμβεύω]], [[θριαμβεία]], [[θριαμβευτής]], [[θριαμβευτικός]], [[θριαμβικός]]. | |||
}} | }} |