άξονας: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἄξων]] -ονος)<br /><b>1.</b> ευθύγραμμο [[στέλεχος]] στο [[κέντρο]] τροχού ή άλλου συμμετρικού σώματος<br /><b>2.</b> η κύρια [[διάμετρος]] στερεών σωμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> νοητή [[ευθεία]] [[γύρω]] από την οποία στρέφεται κάποιο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> νοητή [[γραμμή]] [[γύρω]] από την οποία [[είναι]] διατεταγμένη συμμετρικά η [[μάζα]] σώματος ή αντικειμένου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η νοητή [[γραμμή]] στο [[κέντρο]] της ουράνιας σφαίρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἄξονες</i><br /><b>1.</b> ξύλινοι πίνακες των νόμων στην Αθήνα κατασκευασμένοι [[έτσι]] ώστε να περιστρέφονται (<b>βλ.</b> [[κύρβεις]])<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του χαλιναριού που βρίσκεται [[γύρω]] από το [[στόμα]] του ζώου<br /><b>3.</b> ο [[δεύτερος]] [[σπόνδυλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για παλαιό τεχνικό όρο που απαντά σε διάφορες ΙΕ. γλώσσες με ποικίλες καταλήξεις: <i>en</i>- / -<i>on</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>ahsa</i>), -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>aksa</i> -, αβεστ. <i>asa</i> -), <i>i</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>axis</i>). Οι [[παραπάνω]] τ. προϋποθέτουν παρεκταμένη με <i>s</i>- [[μορφή]] θέματος από τη ρ. <i>aĝ</i> - «[[θέτω]] σε [[κίνηση]]» (<i>άγω</i>). Το [[θέμα]] <i>aks</i>- απαντά και στον τ. [[άμαξα]] [[καθώς]] και στο λατ. <i>ala</i> «[[φτερό]]» (<span style="color: red;"><</span> -<i>aks</i> -<i>la</i>).].
|mltxt=ο (AM [[ἄξων]] -ονος)<br /><b>1.</b> ευθύγραμμο [[στέλεχος]] στο [[κέντρο]] τροχού ή άλλου συμμετρικού σώματος<br /><b>2.</b> η κύρια [[διάμετρος]] στερεών σωμάτων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> νοητή [[ευθεία]] [[γύρω]] από την οποία στρέφεται κάποιο [[σώμα]]<br /><b>2.</b> νοητή [[γραμμή]] [[γύρω]] από την οποία [[είναι]] διατεταγμένη συμμετρικά η [[μάζα]] σώματος ή αντικειμένου<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />η νοητή [[γραμμή]] στο [[κέντρο]] της ουράνιας σφαίρας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>οἱ ἄξονες</i><br /><b>1.</b> ξύλινοι πίνακες των νόμων στην Αθήνα κατασκευασμένοι [[έτσι]] ώστε να περιστρέφονται (<b>βλ.</b> [[κύρβεις]])<br /><b>2.</b> το [[μέρος]] του χαλιναριού που βρίσκεται [[γύρω]] από το [[στόμα]] του ζώου<br /><b>3.</b> ο [[δεύτερος]] [[σπόνδυλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για παλαιό τεχνικό όρο που απαντά σε διάφορες ΙΕ. γλώσσες με ποικίλες καταλήξεις: <i>en</i>- / -<i>on</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. άνω γερμ. <i>ahsa</i>), -<i>ο</i>- (<b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>aksa</i> -, αβεστ. <i>asa</i> -), <i>i</i> (<b>πρβλ.</b> λατ. <i>axis</i>). Οι [[παραπάνω]] τ. προϋποθέτουν παρεκταμένη με <i>s</i>- [[μορφή]] θέματος από τη ρ. <i>aĝ</i> - «[[θέτω]] σε [[κίνηση]]» (<i>άγω</i>). Το [[θέμα]] <i>aks</i>- απαντά και στον τ. [[άμαξα]] [[καθώς]] και στο λατ. <i>ala</i> «[[φτερό]]» (<span style="color: red;"><</span> -<i>aks</i> -<i>la</i>).].
}}
}}