ακούσιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀκούσιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται από κάποιον [[παρά]] τη θέλησή του, [[αθέλητος]], [[αναγκαστικός]]<br /><b>2.</b> (για πλημμελήματα) αυτός που γίνεται [[χωρίς]] [[πρόθεση]], [[αθέλητος]], [[απρομελέτητος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) αυτός που κάνει [[κάτι]] [[χωρίς]] τη θέλησή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ἀ- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ἑκούσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκουσία]], [[ἀκουσιάζομαι]].
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἀκούσιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται από κάποιον [[παρά]] τη θέλησή του, [[αθέλητος]], [[αναγκαστικός]]<br /><b>2.</b> (για πλημμελήματα) αυτός που γίνεται [[χωρίς]] [[πρόθεση]], [[αθέλητος]], [[απρομελέτητος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) αυτός που κάνει [[κάτι]] [[χωρίς]] τη θέλησή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ἀ- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ἑκούσιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκουσία]], [[ἀκουσιάζομαι]].
}}
}}