ακούσιος
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἀκούσιος, -ον)
1. αυτός που γίνεται από κάποιον παρά τη θέλησή του, αθέλητος, αναγκαστικός
2. (για πλημμελήματα) αυτός που γίνεται χωρίς πρόθεση, αθέλητος, απρομελέτητος
3. (για πρόσωπα) αυτός που κάνει κάτι χωρίς τη θέλησή του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ἑκούσιος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκουσία, ἀκουσιάζομαι.