ακτή: Difference between revisions

14 bytes added ,  29 December 2020
m
Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ"
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκτή]]) (Ν και [[αχτή]])<br />[[ζώνη]] [[επαφής]] [[μεταξύ]] της ξηράς, του αέρα και της θάλασσας, [[παραλία]], [[ακροθαλασσιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακρωτήριο]]<br /><b>2.</b> (για ποταμό) απόκρημνη όχθη<br /><b>3.</b> [[τμήμα]] γης που εισχωρεί [[βαθιά]] στη [[θάλασσα]], [[χερσόνησος]]<br /><b>4.</b> [[άκρη]], [[κορυφή]] [[κάθε]] χωμάτινου ή αμμώδους σωρού που μοιάζει με [[παραλία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀκταί, προβλῆτες», αντίθ. του [[λιμήν]]<br />«[[βώμιος]] [[ἀκτή]]», [[βωμός]], θυσιαστήριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για ποιητική [[κυρίως]] [[λέξη]], γι' αυτό και η [[χρήση]] της στην αττική [[πεζογραφία]] [[είναι]] περιορισμένη. Χρησιμοποιείται [[συνήθως]] στον Όμηρο, στους τραγικούς και στον Ηρόδοτο. Χρησιμοποιήθηκε [[ακόμη]] και ως [[γεωγραφικός]] όρος («[[ακρωτήριο]]-[[χερσόνησος]]»). Αρχικά η λ. σήμαινε την «απότομη, βραχώδη [[άκρη]] (της θάλασσας)» (πρβλ. και τα επίθ. <i>προύχουσα</i>, <i>τρηχεῖα</i>, <i>ὑψηλή</i> που χαρακτηρίζουν τη λ. στον Όμηρο), σημ. που διατηρήθηκε και [[μετέπειτα]] («[[προεξοχή]], [[άκρη]], [[γωνιά]]»). Ετυμολογικά [[σήμερα]] γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η [[σχέση]] της λ. με τη [[ρίζα]] <i>άκ</i>- «[[αιχμηρός]], [[μυτερός]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ακ</i>-), ενώ η παλαιότερη, παρετυμολογική περισσότερο, [[συσχέτιση]] της λ. με το ρ. (<i>F</i>) [[ἄγνυμι]] ([[ακτή]], το [[μέρος]] όπου σπάζουν τα κύματα της θάλασσας) έχει [[πλέον]] παραμεριστεί και για τον βασικό λόγο ότι η λ. [[ακτή]] δεν είχε [[ποτέ]] [[δίγαμμα]] (<i>F</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκτάζω]], [[ἀκταῖος]], [[ἄκτιος]], [[ἀκτίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκταιωρός</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακτογραμμή]], [[ακτόδρομος]], [[ακτοπλοΐα]], [[ακτοπλοώ]], [[ακτοφρουρά]], [[ακτοφρουρός]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀκτή]], η (Α)<br /><b>1.</b> ποιητική [[λέξη]] για τα [[δημητριακά]] και ειδικότερα το [[σιτάρι]] ή το χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[σπορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ. προέλευσης. Η [[σχέση]] της με το σανσκρ. <i>aśnati</i> «[[τρώω]]» [[είναι]] αμφίβολη. Πρόκειται για αρχαία λ. που διασώθηκε λόγω της συνδέσεως της με τη [[λατρεία]] της «τροφού Δήμητρας». Από τις ομηρικές φράσεις όπου απαντά (πρβλ. <i>Δημήτερος [[ἀκτήν]], <i>ἀλφίτου ἱεροῦ [[ἀκτήν]], <i>ἀλφίτου [[ἀκτή]]) [[είναι]] φανερό πως η λ. [[ακτή]] δεν σήμαινε «[[αλεύρι]]», εφόσον είχε ως [[συμπλήρωμα]] τη λ. [[ἄλφιτον]] «[[κριθάρι]]». Ακόμη στον Ησίοδο η λ. συσχετίστηκε με το [[αλώνισμα]], ενώ στον Ησύχιο η λ. [[ἀκτή]] ερμηνεύεται ως «[[τροφή]]»].<br /><b>(III)</b><br />[[ἀκτῆ]], η (Α)<br />[[συνηρημένος]] [[τύπος]] της λέξης [[ἀκτέα]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />η (Α [[ἀκτή]]) (Ν και [[αχτή]])<br />[[ζώνη]] [[επαφής]] [[μεταξύ]] της ξηράς, του αέρα και της θάλασσας, [[παραλία]], [[ακροθαλασσιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακρωτήριο]]<br /><b>2.</b> (για ποταμό) απόκρημνη όχθη<br /><b>3.</b> [[τμήμα]] γης που εισχωρεί [[βαθιά]] στη [[θάλασσα]], [[χερσόνησος]]<br /><b>4.</b> [[άκρη]], [[κορυφή]] [[κάθε]] χωμάτινου ή αμμώδους σωρού που μοιάζει με [[παραλία]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἀκταί, προβλῆτες», αντίθ. του [[λιμήν]]<br />«[[βώμιος]] [[ἀκτή]]», [[βωμός]], θυσιαστήριο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για ποιητική [[κυρίως]] [[λέξη]], γι' αυτό και η [[χρήση]] της στην αττική [[πεζογραφία]] [[είναι]] περιορισμένη. Χρησιμοποιείται [[συνήθως]] στον Όμηρο, στους τραγικούς και στον Ηρόδοτο. Χρησιμοποιήθηκε [[ακόμη]] και ως [[γεωγραφικός]] όρος («[[ακρωτήριο]]-[[χερσόνησος]]»). Αρχικά η λ. σήμαινε την «απότομη, βραχώδη [[άκρη]] (της θάλασσας)» (πρβλ. και τα επίθ. <i>προύχουσα</i>, <i>τρηχεῖα</i>, <i>ὑψηλή</i> που χαρακτηρίζουν τη λ. στον Όμηρο), σημ. που διατηρήθηκε και [[μετέπειτα]] («[[προεξοχή]], [[άκρη]], [[γωνιά]]»). Ετυμολογικά [[σήμερα]] γίνεται ευρύτερα αποδεκτή η [[σχέση]] της λ. με τη [[ρίζα]] <i>άκ</i>- «[[αιχμηρός]], [[μυτερός]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>ακ</i>-), ενώ η παλαιότερη, παρετυμολογική περισσότερο, [[συσχέτιση]] της λ. με το ρ. (<i>F</i>) [[ἄγνυμι]] ([[ακτή]], το [[μέρος]] όπου σπάζουν τα κύματα της θάλασσας) έχει [[πλέον]] παραμεριστεί και για τον βασικό λόγο ότι η λ. [[ακτή]] δεν είχε [[ποτέ]] [[δίγαμμα]] (<i>F</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκτάζω]], [[ἀκταῖος]], [[ἄκτιος]], [[ἀκτίτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκταιωρός</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακτογραμμή]], [[ακτόδρομος]], [[ακτοπλοΐα]], [[ακτοπλοώ]], [[ακτοφρουρά]], [[ακτοφρουρός]]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀκτή]], η (Α)<br /><b>1.</b> ποιητική [[λέξη]] για τα [[δημητριακά]] και ειδικότερα το [[σιτάρι]] ή το χοντροαλεσμένο [[σιτάρι]]<br /><b>2.</b> [[σπορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Λέξη άγνωστης ετυμολ. προέλευσης. Η [[σχέση]] της με το σανσκρ. <i>aśnati</i> «[[τρώω]]» [[είναι]] αμφίβολη. Πρόκειται για αρχαία λ. που διασώθηκε λόγω της συνδέσεως της με τη [[λατρεία]] της «τροφού Δήμητρας». Από τις ομηρικές φράσεις όπου απαντά (πρβλ. <i>Δημήτερος [[ἀκτήν]], <i>ἀλφίτου ἱεροῦ [[ἀκτήν]], <i>ἀλφίτου [[ἀκτή]]) [[είναι]] φανερό πως η λ. [[ακτή]] δεν σήμαινε «[[αλεύρι]]», εφόσον είχε ως [[συμπλήρωμα]] τη λ. [[ἄλφιτον]] «[[κριθάρι]]». Ακόμη στον Ησίοδο η λ. συσχετίστηκε με το [[αλώνισμα]], ενώ στον Ησύχιο η λ. [[ἀκτή]] ερμηνεύεται ως «[[τροφή]]»].<br /><b>(III)</b><br />[[ἀκτῆ]], η (Α)<br />[[συνηρημένος]] [[τύπος]] της λέξης [[ἀκτέα]].
}}
}}