3,277,114
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκηρίπτω''': ὡς τὸ [[σκήπτω]], [[στηρίζω]], ἐμπήγω, [[φυτεύω]] στερεῶς, χηλὰς ἐνὶ γαίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 667. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ μέσ., δὸς δὲ μοι | |lstext='''σκηρίπτω''': ὡς τὸ [[σκήπτω]], [[στηρίζω]], ἐμπήγω, [[φυτεύω]] στερεῶς, χηλὰς ἐνὶ γαίῃ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 667. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ μέσ., δὸς δὲ μοι ([[ῥόπαλον]]), ... σκηρίπτεσθ’ νὰ στηριχθῶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], Ὀδ. Ρ. 196· σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε, στηριζόμενος, ὠθῶν μὲ χεῖρας καὶ πόδας, Λ. 595· οὕτω, [[φρίκη]] ἐν ῥέθει σκ. Νικ. Θηρ. 721· ἐπί τινος Φίλων 2. 274· βακτηρίᾳ [[αὐτόθι]] 317· ἀπολ., πῦρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται, ὑποστηριζόμενον, ὑποδαυλιζόμενον, [[αὐτόθι]] 512, πρβλ. 1. 352, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |