Anonymous

σκηρίπτω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "οῡται" to "οῦται"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")
m (Text replacement - "οῡται" to "οῦται")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]], [[στυλώνω]]<br /><b>2.</b> [[μπήγω]], [[φυτεύω]] [[στέρεα]] («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σκηρίπτομαι</i><br />υποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῡται», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» — στηριζόμενος ωθεί με χέρια και πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σκηρίπτομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στηρίπτομαι</i> ή <i>στηρίξασθαι</i> με ευφωνική [[ανομοίωση]]) έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από το ρ. <i>σκήπτομαι</i> και τον αόρ. <i>στηρίξασθαι</i> του [[στηρίζω]]].
|mltxt=Α<br />(<b>επικ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[στηρίζω]], [[στυλώνω]]<br /><b>2.</b> [[μπήγω]], [[φυτεύω]] [[στέρεα]] («ἐνὶ γαίῃ χηλὰς σκηρίπτοντε», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>σκηρίπτομαι</i><br />υποδαυλίζομαι («πῡρ σκηριπτόμενον ὀρθοῦται», Φίλ.)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε» — στηριζόμενος ωθεί με χέρια και πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. <i>σκηρίπτομαι</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>στηρίπτομαι</i> ή <i>στηρίξασθαι</i> με ευφωνική [[ανομοίωση]]) έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από το ρ. <i>σκήπτομαι</i> και τον αόρ. <i>στηρίξασθαι</i> του [[στηρίζω]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκηρίπτω [σκήπτω, στηρίζω] med. zich tegen iets aan zetten, steunen op:. σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε zich schrap zettend (tegen het rotsblok) met handen en voeten Od. 11.595.
|elnltext=σκηρίπτω [σκήπτω, στηρίζω] med. zich tegen iets aan zetten, steunen op:. σκηριπτόμενος χερσίν τε ποσίν τε zich schrap zettend (tegen het rotsblok) met handen en voeten Od. 11.595.
}}
}}