λιπόκρεως: Difference between revisions

m
LSJ2 replacement
(23)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λιπόκρεως
|Medium diacritics=λιπόκρεως
|Low diacritics=λιπόκρεως
|Capitals=ΛΙΠΟΚΡΕΩΣ
|Transliteration A=lipókreōs
|Transliteration B=lipokreōs
|Transliteration C=lipokreos
|Beta Code=lipo/krews
|Definition=ων, gen. ω, [[losing flesh]], i.e. [[wasted]], [[thin]], Suid.; acc. pl. λ(ε)ιποκρέους in Tz. ''H.'' 11.60; neut. pl. -κρεα Phlp. ''in GA'' 200.22.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λῐπόκρεως''': -ων, γεν. -ω, ὁ ἀποβάλλων σάρκα, δηλ. ἰσχναινόμενος, γενόμενος [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], Σουΐδ.· αἰτ. πληθ. λιποκρέους, «λίσποι δ’ εἰσὶν οἱ τὰς πυγὰς ἔχοντες λιποκρέους» Τζέτζ. Ἱστ. 11. 60. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.
|lstext='''λῐπόκρεως''': -ων, γεν. -ω, ὁ ἀποβάλλων σάρκα, δηλ. ἰσχναινόμενος, γενόμενος [[ἰσχνός]], [[ἀδύνατος]], Σουΐδ.· αἰτ. πληθ. λιποκρέους, «λίσποι δ’ εἰσὶν οἱ τὰς πυγὰς ἔχοντες λιποκρέους» Τζέτζ. Ἱστ. 11. 60. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.