λιπόκρεως

From LSJ

κακῷ δέ τῳ προσεικάζω τάδε → I think this looks like mischief, these things sound ominous to me, these things sound evil to me, I consider these things ominous, I liken these things to something bad

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιπόκρεως Medium diacritics: λιπόκρεως Low diacritics: λιπόκρεως Capitals: ΛΙΠΟΚΡΕΩΣ
Transliteration A: lipókreōs Transliteration B: lipokreōs Transliteration C: lipokreos Beta Code: lipo/krews

English (LSJ)

ων, gen. ω, losing flesh, i.e. wasted, thin, Suid.; acc. pl. λ(ε)ιποκρέους in Tz. H. 11.60; neut. pl. -κρεα Phlp. in GA 200.22.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόκρεως: -ων, γεν. -ω, ὁ ἀποβάλλων σάρκα, δηλ. ἰσχναινόμενος, γενόμενος ἰσχνός, ἀδύνατος, Σουΐδ.· αἰτ. πληθ. λιποκρέους, «λίσποι δ’ εἰσὶν οἱ τὰς πυγὰς ἔχοντες λιποκρέους» Τζέτζ. Ἱστ. 11. 60. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 183.

Greek Monolingual

λιπόκρεως, -ων (AM)
αυτός που χάνει το κρέας του, που γίνεται ισχνός, που αδυνατίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -κρεως (< κρέας), πρβλ. δίκρεως, ηδύκρεως].