λογαριασμός: Difference between revisions

m
LSJ2 replacement
(23)
m (LSJ2 replacement)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=λογαριασμός
|Medium diacritics=λογαριασμός
|Low diacritics=λογαριασμός
|Capitals=ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΣ
|Transliteration A=logariasmós
|Transliteration B=logariasmos
|Transliteration C=logariasmos
|Beta Code=logariasmo/s
|Definition=ὁ, [[calculation]], Sch. Luc. ''Cat.'' 4.
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λογαριασμός]]) [[λογαριάζω]]<br />[[μέτρημα]], [[αρίθμηση]], [[υπολογισμός]], [[εκτέλεση]] αριθμητικών πράξεων («έκανα [[λάθος]] στον λογαριασμό»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πίνακας]], [[κατάλογος]] εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο [[λογαριασμός]] της ΔΕΗ»)<br />2.<b>(οικον.)</b> [[κάθε]] [[πίνακας]] ή [[διάγραμμα]] με το οποίο παρακολουθούνται [[κατά]] χρονολογική [[σειρά]] και σε χρηματικές μονάδες οι μεταβολές ενός στοιχείου μιας οικονομικής μονάδας<br /><b>3.</b> η [[μερίδα]] την οποία ανοίγει [[κάποιος]] επ' [[ονόματι]] του ή επ' [[ονόματι]] κάποιου άλλου σε λογιστικό [[βιβλίο]] («έχω λογαριασμό στην [[τράπεζα]]»)<br /><b>4.</b> [[σχέση]] οικονομική ή άλλης υφής [[δοσοληψία]] («δεν [[θέλω]] να έχω λογαριασμούς [[μαζί]] τους»)<br /><b>5.</b> [[σχέδιο]], [[πρόθεση]]<br /><b>6.</b> [[πράγμα]] άξιο υπολογισμού («ήταν [[λογαριασμός]] εκείνα τα [[χρόνια]] να σπουδάσεις στο εξωτερικό»)<br /><b>7.</b> [[επιχείρημα]]<br /><b>8.</b> [[συμβουλή]], [[καθοδήγηση]], [[υπόδειξη]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «για λογαριασμό μου»<br />i) για μένα τον ίδιο, για τον εαυτό μου<br />ii) εξ ονόματός μου<br />β) «δεν [[δίνω]] λογαριασμό σε κανέναν» — δεν [[λογοδοτώ]] σε κανέναν, δεν [[αφήνω]] κανέναν να μέ ελέγξει ή να επέμβει στις προσωπικές μου υποθέσεις<br />γ) «κανόνισε τον λογαριασμό σου» — να ενεργήσεις υπό ορισμένους όρους και με [[βάση]] τη [[λογική]]<br />δ) «έχω χάσει τον λογαριασμό (με κάποιον)» — βρίσκομαι σε [[σύγχυση]] ή [[αμηχανία]], δεν [[ξέρω]] τί να [[κάνω]]<br />ε) «μπήκα σε λογαριασμό» ή «μέ έβαλε σε λογαριασμό»<br />i) τακτοποιήθηκα, μπήκα σε [[τάξη]]<br />ii) συμμορφώθηκα<br />ζ) «[[δικός]] μου [[λογαριασμός]]» — δική μου [[υπόθεση]], που δεν αφορά άλλους<br />η) «έχω (ανοιχτούς) λογαριασμούς (με κάποιον)» — βρίσκομαι σε [[διένεξη]] με κάποιον<br />θ) «κάνει τον λογαριασμό του [[χωρίς]] τον ξενοδόχο» — σχεδιάζει [[κάτι]] [[χωρίς]] τη [[συμμετοχή]] του άμεσα ενδιαφερόμενου προσώπου<br />ι) «[[εβραίικος]] [[λογαριασμός]]» — [[ακριβής]] [[υπολογισμός]] που γίνεται [[πάντα]] [[προς]] όφελος εκείνου που τον κάνει<br />ια) «[[ξεκαθαρίζω]] τους λογαριασμούς μου» — [[επιλύω]] διαφορές ή [[τακτοποιώ]] εκκρεμότητες που έχω με κάποιον<br />ιβ) «[[λογαριασμός]] εσόδων ή εξόδων» — ο [[ειδικός]] [[λογαριασμός]] τών εσόδων ή εξόδων μιας επιχείρησης ή μιας ενέργειας<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» — η αμοιβαία [[συνέπεια]] στις οικονομικής φύσεως δοσοληψίες συντελεί στη [[διατήρηση]] της φιλίας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συλλογισμός]], [[σκέψη]], [[διαλογισμός]], [[λογική]] («κ' εσύ με ποιο λογαριασμόν έχεις σε τούτο [[ελπίδα]];», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μιλώ]] λογαριασμό» — [[συμβουλεύω]], [[νουθετώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έσοδα, απολαβές<br /><b>2.</b> [[σύνολο]]<br /><b>3.</b> [[απολογισμός]]<br /><b>4.</b> (για ναυτικά εξαρτήματα) αναλογική [[κατασκευή]].
|mltxt=ο (AM [[λογαριασμός]]) [[λογαριάζω]]<br />[[μέτρημα]], [[αρίθμηση]], [[υπολογισμός]], [[εκτέλεση]] αριθμητικών πράξεων («έκανα [[λάθος]] στον λογαριασμό»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πίνακας]], [[κατάλογος]] εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο [[λογαριασμός]] της ΔΕΗ»)<br />2.<b>(οικον.)</b> [[κάθε]] [[πίνακας]] ή [[διάγραμμα]] με το οποίο παρακολουθούνται [[κατά]] χρονολογική [[σειρά]] και σε χρηματικές μονάδες οι μεταβολές ενός στοιχείου μιας οικονομικής μονάδας<br /><b>3.</b> η [[μερίδα]] την οποία ανοίγει [[κάποιος]] επ' [[ονόματι]] του ή επ' [[ονόματι]] κάποιου άλλου σε λογιστικό [[βιβλίο]] («έχω λογαριασμό στην [[τράπεζα]]»)<br /><b>4.</b> [[σχέση]] οικονομική ή άλλης υφής [[δοσοληψία]] («δεν [[θέλω]] να έχω λογαριασμούς [[μαζί]] τους»)<br /><b>5.</b> [[σχέδιο]], [[πρόθεση]]<br /><b>6.</b> [[πράγμα]] άξιο υπολογισμού («ήταν [[λογαριασμός]] εκείνα τα [[χρόνια]] να σπουδάσεις στο εξωτερικό»)<br /><b>7.</b> [[επιχείρημα]]<br /><b>8.</b> [[συμβουλή]], [[καθοδήγηση]], [[υπόδειξη]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «για λογαριασμό μου»<br />i) για μένα τον ίδιο, για τον εαυτό μου<br />ii) εξ ονόματός μου<br />β) «δεν [[δίνω]] λογαριασμό σε κανέναν» — δεν [[λογοδοτώ]] σε κανέναν, δεν [[αφήνω]] κανέναν να μέ ελέγξει ή να επέμβει στις προσωπικές μου υποθέσεις<br />γ) «κανόνισε τον λογαριασμό σου» — να ενεργήσεις υπό ορισμένους όρους και με [[βάση]] τη [[λογική]]<br />δ) «έχω χάσει τον λογαριασμό (με κάποιον)» — βρίσκομαι σε [[σύγχυση]] ή [[αμηχανία]], δεν [[ξέρω]] τί να [[κάνω]]<br />ε) «μπήκα σε λογαριασμό» ή «μέ έβαλε σε λογαριασμό»<br />i) τακτοποιήθηκα, μπήκα σε [[τάξη]]<br />ii) συμμορφώθηκα<br />ζ) «[[δικός]] μου [[λογαριασμός]]» — δική μου [[υπόθεση]], που δεν αφορά άλλους<br />η) «έχω (ανοιχτούς) λογαριασμούς (με κάποιον)» — βρίσκομαι σε [[διένεξη]] με κάποιον<br />θ) «κάνει τον λογαριασμό του [[χωρίς]] τον ξενοδόχο» — σχεδιάζει [[κάτι]] [[χωρίς]] τη [[συμμετοχή]] του άμεσα ενδιαφερόμενου προσώπου<br />ι) «[[εβραίικος]] [[λογαριασμός]]» — [[ακριβής]] [[υπολογισμός]] που γίνεται [[πάντα]] [[προς]] όφελος εκείνου που τον κάνει<br />ια) «[[ξεκαθαρίζω]] τους λογαριασμούς μου» — [[επιλύω]] διαφορές ή [[τακτοποιώ]] εκκρεμότητες που έχω με κάποιον<br />ιβ) «[[λογαριασμός]] εσόδων ή εξόδων» — ο [[ειδικός]] [[λογαριασμός]] τών εσόδων ή εξόδων μιας επιχείρησης ή μιας ενέργειας<br /><b>10.</b> <b>παροιμ.</b> «οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους» — η αμοιβαία [[συνέπεια]] στις οικονομικής φύσεως δοσοληψίες συντελεί στη [[διατήρηση]] της φιλίας<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συλλογισμός]], [[σκέψη]], [[διαλογισμός]], [[λογική]] («κ' εσύ με ποιο λογαριασμόν έχεις σε τούτο [[ελπίδα]];», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μιλώ]] λογαριασμό» — [[συμβουλεύω]], [[νουθετώ]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> έσοδα, απολαβές<br /><b>2.</b> [[σύνολο]]<br /><b>3.</b> [[απολογισμός]]<br /><b>4.</b> (για ναυτικά εξαρτήματα) αναλογική [[κατασκευή]].